14.9.16

ΖΩΝΤΑΣ ΣΕ ΜΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΠΟΥ ΑΛΛΑΖΕΙ


«Την τελευταία κουβέντα τη λέει το έθνος. Καλώς ορίσατε στην καινούρια Κωνσταντινούπολη». Με αυτά τα λόγια γραμμένα σε ένα τεράστιο poster υποδέχεται τους ταξιδιώτες της η Κωνσταντινούπολη. Αυτά τα λόγια αντιπροσωπεύουν τη μεταπραξικοπηματική Τουρκία και οπωσδήποτε δεν μένουν στους τοίχους του αεροδρομίου, αλλά εμποτίζουν κάθε πτυχή της σημερινής ζωής στην τόσο αλλαγμένη πια Κωνσταντινούπολη.

Αυτό το κείμενο δεν μπορεί παρά να είναι βιωματικό για αυτό και θα γραφεί σε πρώτο πρόσωπο. Αποτελεί μία προσπάθεια καταγραφής εικόνων, συζητήσεων και συναισθημάτων, στην Κωνσταντινούπολη που λίγες μόνο μέρες πριν είχε βιώσει μία βίαιη απόπειρα πραξικοπήματος και λίγο περισσότερο καιρό πριν, μία ακόμα πιο βίαιη και αιματηρή τρομοκρατική ενέργεια, στο μεγαλύτερο και πιο πολυσύχναστο αεροδρόμιό της.

Αν βρίσκεσαι έξω από την Τουρκία και διαβάζεις τι συμβαίνει στη χώρα, πώς αρχικά επιχειρήθηκε να καταλυθεί το πολίτευμα, πώς στη συνέχεια το καθεστώς Ερντογάν επιχείρησε να επιβάλει μία εκδικητική απολυταρχία, τότε θυμώνεις, αγανακτείς, απορείς. Αν όμως μπεις στην Τουρκία, αν μπεις στην πιο «πολιτική» της πόλη, την Κωνσταντινούπολη, θλίβεσαι. Και αν δεν έχεις τέτοιο σκοπό, αργά ή γρήγορα η πόλη θα σε κάνει να αισθανθείς την απόγνωση και τη στεναχώρια που την κατακλύζει.

Φτάνοντας στο αεροδρόμιο, σε μία πτήση που σχεδόν η μισή ήταν άδεια, αντίκρισα άδεια γκισέ ελέγχου διαβατηρίων, αστυνομικούς με το δάχτυλο ανά πάσα στιγμή στη σκανδάλη, μαυροφορεμένες από πάνω μέχρι κάτω γυναίκες από αραβικές χώρες, αφίσες που σε προειδοποιούν ότι «εδώ κουμάντο κάνει το κράτος». Στη στάση του λεωφορείου που σε μεταφέρει στο κέντρο της πόλης τρεις νεαροί Τούρκοι που δεν γνωρίζονταν μέχρι πρότινος, πιάνουν κουβέντα όταν ο ένας ρωτάει τους δύο φίλους «Είμαστε σίγουρα στην Κωνσταντινούπολη; Σαν Σαουδική Αραβία μου φαίνεται».



Το αεροδρόμιο όμως σκέφτηκα, δεν είναι αντιπροσωπευτικός χώρος, μπορεί να μην είναι έτσι η κατάσταση στο κέντρο της πόλης. Φτάνοντας όμως στην Taksim, σε μία διαδρομή όπου οι τουρκικές σημαίες που ανέμιζαν σε κτίρια και μπαλκόνια σπιτιών, αν ενώνονταν θα μπορούσαν να κάνουν όχι υπόστεγο, αλλά ολόκληρη κατασκήνωση από αντίσκηνα, το θέαμα είναι ακόμη πιο απογοητευτικό.




Ελάχιστοι πλανόδιοι πωλητές σε μία πλατεία που άλλοτε τρανταζόταν από φωνές και ακόμη πιο ελάχιστοι άνθρωποι. Ως επί το πλείστον γυναίκες με μαντήλες μετά συζύγων και τέκνων που απολάμβαναν τον επίσης άδειο πεζόδρομο της Istiklal, ο οποίος εκτός από έλλειψη τουριστών, υποφέρει και από έλλειψη μαγαζιών, μιας και ο ιστορικός δρόμος έσπασε φέτος το καλοκαίρι ένα αρνητικό ρεκόρ, αυτό των κλειστών καταστημάτων.

Το ένα μετά το άλλο, αρχής γενομένης των διαδηλώσεων για το πάρκο Gezi πριν τρία χρόνια, αλλά και των μετέπειτα διαδηλώσεων και στη συνέχεια λόγω της επίθεσης του περασμένου Μαρτίου όπου έχασαν τη ζωή τους πέντε τουρίστες, η κατάσταση άρχισε να γίνεται απαγορευτική για τους ξένους, με το αποκορύφωμα να έρχεται με τη βομβιστική επίθεση στο αεροδρόμιο Atatürk τον Ιούνιο και να «αποτελειώνεται» με την απόπειρα πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου.

Τα δύο αυτά περιστατικά ήταν αυτά που λίγο ή πολύ άλλαξαν τη φυσιογνωμία και την ανθρωπογεωγραφία μίας εξαιρετικά κοσμοπολίτικης πόλης, αφού τα επακόλουθά τους θα επηρεάζουν σε βάθος χρόνου τους ανθρώπους, ντόπιους και ξένους.



Συνεχίζοντας την περιπλάνηση στην πόλη βλέπεις πλήρως οπλισμένους αστυνομικούς να σταματάνε για έλεγχο πολίτες, βλέπεις παντού σημαίες, αφίσες, poster, γιγαντοοθόνες με το πρόσωπο του Ερντογάν, του πρωθυπουργού Γιλντιρίμ, του Κεμάλ Ατατούρκ. Και όταν λέμε παντού, εννοούμε παντού, από στάσεις λεωφορείου, από οθόνες μέσα στο λεωφορείο -η χρήση των οποίων είναι να δείχνουν τη διαδρομή και τις στάσεις, αλλά το διάστημα αυτό έδειχναν τις εξαγγελίες του Ερντογάν και ανακοινώσεις της κυβέρνησης- σε χώρους του μετρό, σε αποβάθρες πλοίων, σε πάρκα και σε κτίρια.




Βλέπεις ακόμα το πόσο επικοινωνιακά χρησιμοποίησε η κυβέρνηση τους νεκρούς του πραξικοπήματος. Σε χώρους του μετρό, κυρίως στις κυλιόμενες σκάλες, όπου έχεις τον χρόνο να χαζέψεις, βλέπεις τις φωτογραφίες των ανθρώπων που σκοτώθηκαν από πραξικοπηματίες τη νύχτα της 15ης Ιουλίου και από κάτω δύο λόγια για την προσωπική τους ιστορία. Στηρίζεις δεν στηρίζεις την κυβέρνηση, η εικόνα ανθρώπων που λίγες μέρες πριν σκοτώθηκαν ξαφνικά και χωρίς δική τους υπαιτιότητα, επιδρά συναισθηματικά.




Και έτσι ολόκληρη η Κωνσταντινούπολη γίνεται κόκκινη. Και πιο κόκκινη γινόταν τα βράδια στην πλατεία Taksim και στον περίγυρό της, όπου επί μέρες μετά την απόπειρα πραξικοπήματος κάθε βράδυ διοργανώνονταν εκδηλώσεις υποστήριξης στην κυβέρνηση. Τότε το κόκκινο χρώμα που έπαιρνε η περιοχή όχι μόνο δεν είχε τίποτα σε επανάσταση, αλλά μύριζε συντήρηση και φόβο. Για έναν ξένο τουλάχιστον.

Το τεράστιο πλήθος ανθρώπων που μαζευόταν κάθε βράδυ στην Taksim, οι περισσότεροι ντυμένοι σε κόκκινα χρώματα, τραγουδούσαν υπό τους ήχους παραδοσιακών τραγουδιών της ανατολής ή στρατιωτικών εμβατηρίων, κουνώντας σημαίες και λάβαρα και ζητωκραυγάζοντας υπέρ της κυβέρνησης και του Ερντογάν του ίδιου. Αδιαμφισβήτητα, το πιο προσοδοφόρο επάγγελμα αυτό τον καιρό στην Τουρκία είναι η βιομηχανία υφασμάτων, πόσα τόπια ύφασμα άραγε πρέπει να χρησιμοποιήθηκαν για όλο αυτό τον καταιγισμό σημαιών και λαβάρων, οι οποίες μετά τις εκδηλώσεις κυμάτιζαν και σε αυτοκίνητα, τα οποία γεμάτα με Τούρκους περνούσαν από τις συνοικίες γύρω από την Taksim κορνάροντας και ζητωκραυγάζοντας υπέρ του ηγέτη, υπέρ του έθνους, υπέρ του Ισλάμ.

Είναι εκεί, στο Cihangir, όπου λίγες μέρες πριν ένθερμοι υποστηρικτές του Ερντογάν απείλησαν κοπέλα που φορούσε σορτσάκι, ενώ κατά τη διάρκεια του Ραμαζανιού κινούνταν απειλητικά εναντίον θαμώνων σε μπαρ της περιοχής, διότι κατανάλωναν αλκοόλ εν μέσω νηστείας. Και είναι εκεί που αστυνομικοί που βρίσκονταν έξω από φυλασσόμενα κτίρια (προξενεία, πρεσβείες), έβαζαν στο τέρμα σε κασετόφωνο ή τηλεόραση τις εξαγγελίες του Ερντογάν, είτε εκπομπές όπου συζητούνταν το θέμα της θρησκείας. Μη τυχόν και δεν ακούσει ο πάσα εις πόσο «ευεργετικό» είναι το Ισλάμ. Και σε όλα αυτά, τα ελικόπτερα να πετάνε αδιάκοπα πάνω από την πόλη. Άλλη μία υπενθύμιση ότι ο στρατός είναι εδώ.

Ένα ακόμα παράδοξο είναι ο αποστεγνωμένος πια τρόπος με τον οποίο μπορούν να γίνουν διαδηλώσεις. Ακόμα και σε περίπτωση ανθρώπων που διαμαρτύρονται για τις συνθήκες κράτησης σε φυλακές, το «πρωτόκολλο» είναι το εξής: Μπαίνεις στον χώρο που είναι περιφραγμένος με κιγκλιδώματα και την αστυνομία τριγύρω, αφότου επιδείξεις αστυνομική ταυτότητα. Τότε και μόνο τότε και στον συγκεκριμένο 3×3 χώρο, μπορείς να εκφράσεις την αντίθεση/δυσαρέσκεια/αντίσταση.



Και το κυρίαρχο όλων: στις συζητήσεις όλων, στις κουβέντες στη στάση του λεωφορείου ή στο διπλανό τραπέζι, υπάρχει ένα ορόσημο και μία ερώτηση: Πριν το πραξικόπημα ή μετά; Τα πάντα οριοθετούνται με βάση αυτό. Ακόμη και τα απλά, ένα ταξίδι ή η αγορά ενός βιβλίου ή μία συγκέντρωση, στα χείλη των Τούρκων η ερώτηση που κρίνει πολλά είναι αν αυτό που έγινε ή ειπώθηκε ήταν πριν ή μετά την 15η Ιουλίου.

Η οποία ειρήσθω εν παρόδω, απέκτησε ακόμα μία σημασία και έναν συμβολισμό, καθώς η γέφυρα του Βοσπόρου -ή επίσημα Γέφυρα Ατατούρκ- η μία από τις τρεις δηλαδή γέφυρες που συνδέει την ευρωπαϊκή με την ασιατική πλευρά της πόλης, μετονομάστηκε σε «Γέφυρα των Μαρτύρων της 15ης Ιουλίου». Και είναι αλήθεια τρομακτικό να περνάς από εκεί και να ξέρεις ότι λίγες μόνο μέρες πριν, ελικόπτερα πυροβολούσαν αμάχους που βρίσκονταν στη γέφυρα.



Το πιο τρομακτικό όμως είναι οι άνθρωποι. Φοβισμένοι, λιγομίλητοι, αγέλαστοι. Και πώς να γελάσεις όταν η πόλη σου, η χώρα σου, αλλάζει; Πώς να μιλήσεις όταν φοβάσαι ότι αυτό που θα πεις μπορεί να σε κάνει να χάσεις τη δουλειά σου και πώς να μη φοβάσαι όταν ξέρεις ότι τα πράγματα μπορεί να γίνουν χειρότερα. Υπάρχουν όμως και πολλοί οι οποίοι επικεντρώνουν τον θυμό και την απογοήτευσή τους όχι στη μεταπραξικοπηματική δράση της κυβέρνησης και στο ανελέητο κυνήγι μαγισσών εις βάρος δημοσιογράφων, εκπαιδευτικών, υπαλλήλων, στρατιωτικών, αλλά σε αυτή καθ’ εαυτή την πράξη κατάλυσης του πολιτεύματος.

Μιλώντας με Τούρκους καταλαβαίνεις ότι υπάρχει μεγάλη οργή που επιχειρήθηκε να επιβληθεί δικτατορία εις βάρος μίας δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης. Ενέργεια που πια δεν έχει θέση στη σύγχρονη ζωή της χώρας, εν αντιθέσει με παλαιότερες πρακτικές, όπου τα πραξικοπήματα στηρίζονταν λίγο ως πολύ από αρκετά μεγάλη μερίδα του λαού. Αυτή τη φορά άπαντες -υποστηρικτές του Ερντογάν και μη- υποστήριζαν ότι ο τουρκικός λαός δεν επιθυμεί την αλλαγή του καθεστώτος με τη βία, για αυτό και ως ένα σημείο αρκετοί από αυτούς δικαιολογούν τις μαζικές εκκαθαρίσεις που επιχειρεί η κυβέρνηση, ως μόνη λύση για να μην εκδηλωθούν ξανά παρόμοια περιστατικά.

Κι αν οι ενστάσεις περί μη ύπαρξης κράτους δικαίου, σεβασμού στα ανθρώπινα δικαιώματα, ανελέητου ανθρωποκυνηγητού ατόμων που απλά χαρακτηρίζονται ως «ύποπτοι», για αρκετούς Τούρκους δεν είναι αρκετά ισχυρά, αφού το σημαντικό για αυτούς είναι να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος εκδήλωσης αντίστοιχων φαινομένων στο μέλλον, για τους ξένους και δη για τους Ευρωπαίους, κάτι τέτοιο φαντάζει τρελό.

Για αυτό και η συντριπτική πλειοψηφία τους έχει ήδη αποχωρήσει από την πόλη. Ήδη από την επίθεση στο αεροδρόμιο είχε ξεκινήσει το κύμα φυγής, το οποίο συνεχίστηκε ακόμη πιο εντατικά μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, με αποτέλεσμα να χάνεται σιγά σιγά το κοσμοπολίτικο στοιχείο της πιο κοσμοπολίτικης τουρκικής πόλης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Κωνσταντινούπολη θα επιβιώσει και θα συνεχίσει να επιβιώνει ως πόλος έλξης τουριστών, προς το παρόν όμως η τεράστια πλειοψηφία των δυτικών κατοίκων της πόλης έχει φύγει.

Δεν είναι τυχαίο ότι στους δρόμους, οι οποίοι τα προηγούμενα χρόνια κατακλύζονταν από διαφορετικές γλώσσες, χρώματα, ήχους, ακούς μόνο τούρκικα και αραβικά, βλέπεις παντού γυναίκες καλυμμένες με μαύρες μπούργκες και συνειδητοποιείς ότι πια, αυτός είναι ο τουρισμός στην πόλη, αυτά είναι τα μόνα γκισέ στα αεροδρόμια που γεμίζουν ταξιδιώτες, τη στιγμή που σε άλλους προορισμούς, ιδίως προς Ευρώπη, δεν υπάρχουν καν αξιοσημείωτες ουρές όπως στο παρελθόν. Και ίσως τελικά το αεροδρόμιο να μπορεί να αντιπροσωπεύσει έως ένα σημείο, το τι επικρατεί σε μία πόλη.




Ίσως αυτό το κείμενο βγάζει πικρία, μπορεί να βγάζει και αδικία και μεροληψία. Μπορεί τα πράγματα για κάποιον άλλο παρατηρητή να μην είναι τόσο μαύρα, μπορεί να έχουν δίκιο κάποιοι φίλοι Τούρκοι που λένε «δεν πρέπει να στεναχωριόμαστε, δεν έχουμε το περιθώριο να στεναχωριόμαστε, πρέπει να πιστέψουμε ότι τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα. Διαφορετικά γιατί ζούμε;».

Είναι απλά η δική μου προσωπική πικρία που βλέπω μία αγαπημένη πόλη, μία αγαπημένη κουλτούρα, αγαπημένους ανθρώπους, να αλλάζουν τόσο δραματικά.


Σοφιάννα Μπονοβόλια
ΠΗΓΗ: 3pointmagazine.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου