15.8.16

Χρυσός ο Πετρούνιας στο Ρίο


«Εγγλέζος» στο ραντεβού του με την ιστορία αποδείχθηκε ο Λευτέρης Πετρούνιας στο Ρίο, γράφοντας ακόμη μία χρυσή σελίδα στα... κιτάπια του ελληνικού αθλητισμού.

O Έλληνας πρωταθλητής της ενόργανης γυμναστικής θριάμβευσε στον τελικό των κρίκων κατά την 10η ημέρα των Ολυμπιακών Αγώνων και χάρισε στην Ελλάδα το δεύτερο χρυσό της μετάλλιο στη διοργάνωση, μετά από αυτό της Κορακάκη στην σκοποβολή.

Το πρόγραμμα του Πετρούνια άγγιξε τo τέλειο, με αποτέλεσμα να πάρει 16.000 βαθμούς (είχε συντελεστή δυσκολίας 6,80 και βαθμολογήθηκε με 9,200 στην εκτέλεση).

Έτσι ανέβηκε στο πρώτο σκαλί του βάθρου και ανάγκασε άπαντες στο κλειστό γυμναστήριο του Ρίο να χορέψουν συρτάκι υπό τους ήχους του... Ζορμπά, παρά το γεγονός ότι ο Βραζιλιάνος Ολυμπιονίκης του Λονδίνου Αρτούρ Ζανέτι με 15,766 (6,70) αρκέστηκε στη δεύτερη θέση, μπροστά από τον Ρώσο, Ντένις Αμπλιάζιν με 15,700β. (6,80),  που κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο.

Πετρούνιας: «Ναι, ρε φίλε, ναι, ρε Ελλάδα»
Με την αγαπημένη του φράση «Ναι ρε φίλε» ξεκίνησε τις δηλώσεις του ο Λευτέρης Πετρούνιας, αμέσως μετά την απονομή του χρυσού μεταλλίου που κατέκτησε στους κρίκους των Ολυμπιακών Αγώνων και την ανάκρουση του εθνικού ύμνου. Μόνο που αυτή τη φορά πρόσθεσε και το «Ναι ρε Ελλάδα».

Για να τονίσει στη συνέχεια: «Έχουμε την ψυχή να πηγαίνουμε εκεί που μας αξίζει και να ακούμε τώρα τον Ζορμπά του Θεοδωράκη σε όλο το στάδιο. Θέλω να αφιερώσω αυτό το μετάλλιο στον πατέρα μου, που έχει "φύγει", στον προπονητή μου και στην Ελλάδα».

Αμέσως μετά είπε: «Δεν υπάρχει κάποιο μεγάλο μυστικό. Έχω προετοιμαστεί καλά, δουλεύω με υπομονή και χρειάζεται και λίγη τύχη. Δεν είχαμε τραυματισμούς, κρατήσαμε καλά τις δυνάμεις μας».

Στη μικτή ζώνη αναφέρθηκε στον αγώνα, λέγοντας: «Είχα αγωνία, αλλά στο μυαλό μου είχα κλειδώσει μια Χ άσκηση, που εκτελέστηκε όπως την είχα σχεδιάσει, για έναν Χ βαθμό, που ήρθε. Μόλις είδα τον βαθμό, κατάλαβα ότι πλέον έχω πολλές πιθανότητες να νικήσω».

Και για την... επόμενη μέρα: «Θέλω να κάνω διακοπές και να ξεκινήσω πλέον τη νέα τετραετία για να κάνω το... repeat. Γιατί ένας μεγάλος αθλητής πρέπει να έχει διάρκεια».

Ενδεικτικό της σπουδαίας εμφάνισης που πραγματοποίησε ο Λευτέρης Πετρούνιας είναι πως, πριν ανακοινωθεί ο βαθμός του Βραζιλιάνου Αρτούρ Ζανέτι, ο οποίος πήρε το ασημένιο, ο Τόμας Μπαχ είχε ήδη πλησιάσει τον Έλληνα πρωταθλητή και του έδινε συγχαρητήρια. Ο Πετρούνιας αποκάλυψε πως αυτό που του είπε ο πρόεδρος της ΔΟΕ ήταν: «Είδες, είναι όπως την ημέρα που έγινες ο πρώτος λαμπαδηδρόμος».


Η κατάταξη του τελικού:

1. Λευτέρης Πετρούνιας (ΕΛΛΑΔΑ) 16,000β. (6,80)

2. Αρτούρ Ζανέτι (Βραζιλία) 15,766β. (6,80)

3. Ντένις Αμπλιάζιν (Ρωσία) 15,700β. (6,80)

4. Γιανγκ Λιου (Κίνα) 15,600β. (6,90)

5. Ίγκορ Ραντιβίλοφ (Ουκρανία) 15,466β. (6,80)

6. Χάο Γιού (Κίνα) 15,400β. (7,00)

7. Ντανί Πινιεϊρό Ροντρίγκες (Γαλλία) 15,233β. (6,90)


8. Ντένις Χούσενς (Βέλγιο) 14,933β. (6,60)

Παράλληλα με το χρυσό μετάλλιο, ο 26χρονος γυμναστής πέτυχε άλλο ένα σημαντικό επίτευγμα, που μόνο ο Ταμπάκος το είχε καταφέρει στην ιστορία των κρίκων. 

Πιο συγκεκριμένα κατέκτησε στη σειρά τον τίτλο σε Παγκόσμιο πρωτάθλημα, Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα και Ολυμπιακούς Αγώνες, κάτι που ελάχιστοι Έλληνες αθλητές το έχουν καταφέρει σε όλα τα αθλήματα, όπως ο Κώστας Κεντέρης στον στίβο, ο Πύρρος Δήμας στην άρση βαρών και ο Ηλίας Ηλιάδης στο τζούντο. 


Το βιογραφικό του Λευτέρη Πετρούνια

Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 30 Νοεμβρίου 1990. Ξεκίνησε την καριέρα του στη γυμναστική σε μικρή ηλικία στον Πανιώνιο αλλά το 2005, στα 15 του χρόνια εγκατέλειψε προσωρινά το άθλημα και επέστρεψε σε αυτό το 2008.

2010

Στις 12 Σεπτεμβρίου κατέλαβε την τρίτη θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ενόργανης Γυμναστικής στη Γάνδη, ενώ δύο μήνες περίπου αργότερα, στις 20 Νοεμβρίου, κατέκτησε την έκτη θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο στη Γκλασκώβη.

2011

Η χρονιά ξεκίνησε με τη δεύτερη θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ενόργανης Γυμναστικής στο Κότμπους στις 12 Μαρτίου. Στη συνέχεια ήρθε η τρίτη θέση και το χάλκινο μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στις 9 Απριλίου. Μετά το καλοκαίρι, ήρθαν οι πρωτιές σε τρία συνεχόμενα Παγκόσμια Κύπελλα Ενόργανης Γυμναστικής. Αρχικά πήρε την πρώτη θέση στη Γάνδη στις 4 Σεπτεμβρίου, στη συνέχεια στο Μάριμπορ τερμάτισε πάλι πρώτος στις 24 Σεπτεμβρίου και έκλεισε τη χρονιά με την πρώτη θέση στην Οστράβα στις 3 Δεκεμβρίου.

2012

Με πρώτη θέση έκλεισε και το 2012, με τον Λευτέρη Πετρούνια να κερδίζει στο Challenge Cup στην Οστράβα στις 21 Νοεμβρίου. Νωρίτερα, είχε κερδίσει πρώτες θέσεις σε Παγκόσμια Κύπελλα και Challenge Cups όλη τη χρονιά. Στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στις 27 Μαΐου κατέλαβε την πέμπτη θέση. Ο Πετρούνιας αναδείχθηκε πρώτος στην παγκόσμια κατάταξη της FIG στους κρίκους.

2013

Ο Λευτέρης Πετρούνιας επανέλαβε την πέμπτη θέση στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στις 20 Μαΐου, αλλά αυτή τη χρονιά αναδείχθηκε τέσσερις φορές πρώτος σε Παγκόσμια Κύπελλα και Challenge Cups σε Λα Ρος, Γάνδη, Λιουμπλιάνα, Όσιγιεκ. O Πετρούνιας παρέλαβε επίσης έπαθλο του νικητή στην ετήσια παγκόσμια κατάταξη της FIG για τους κρίκους, καθώς ήταν ο καλύτερος στο όργανό του για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά βάσει τον πόντων, που συγκέντρωσε στους αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου και συγκεκριμένα με τις προηγούμενες πρωτιές, που είχε μέσα στη χρονιά.

2014

Το 2014 ξεκίνησε με μια δεύτερη θέση στο Challenge Cup του Κότμπους και μια τρίτη θέση στο Challenge Cup του Όσιγεκ. Στις 24 Ιουνίου, κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στους Μεσογειακούς Αγώνες. Στις 25 Μαΐου, πήρε την πέμπτη θέση στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, στην Σόφια της Βουλγαρίας. Στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στη Νανίγκ της Κίνας κατέλαβε την έκτη θέση.

2015

Στις αρχές του 2015 και συγκεκριμένα τον Φεβρουάριο, η αρμόδια επιτροπή της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας έδωσε το όνομα του Λευτέρη Πετρούνια σε μία άσκηση στους κρίκους. Η άσκηση αυτή αξιολογήθηκε με βαθμό δυσκολίας Ε, δηλαδή 0,50 βαθμούς. Ο Λευτέρης Πετρούνιας εκτέλεσε τη συγκεκριμένη άσκηση στο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στη Σόφια της Βουλγαρίας. Στις 18 Απριλίου στο Μονπελιέ κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ενόργανης γυμναστικής. Στις 20 Ιουνίου κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους κρίκους, στους πρώτους Ευρωπαϊκούς αγώνες που έγιναν στο Μπακού. Στις 27 Σεπτεμβρίου κατέκτησε το χρυσό στο Γκράν Πρι του Σομπατέλι με 16.200 βαθμούς που αποτελεί και την κορυφαία επίδοση της καριέρας του. Στις 31 Οκτωβρίου κατέκτησε το χρυσό στο παγκόσμιο πρωτάθλημα της ενόργανης γυμναστικής, στη Γλασκώβη με 15,800 βαθμούς. Η διάκριση του δίνει και το «εισιτήριο» της απευθείας πρόκρισης για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο.

2016

Στις 25 Μαρτίου του 2016 ο Λευτέρης Πετρούνιας με 15.875 βαθμούς κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους κρίκους στο Παγκόσμιο Κύπελλο στην Ντόχα του Κατάρ. Έναν μήνα μετά, στις 21 Απριλίου 2016, ο παγκόσμιος πρωταθλητής της γυμναστικής, έγινε ο πρώτος Λαμπαδηδρόμος στην Τελετή Αφής της Φλόγας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Ρίο. Παρέλαβε το Ολυμπιακό Φως από την πρωθιέρεια Κατερίνα Λέχου, στην Τελετή Αφής στην Αρχαία Ολυμπία. Στη συνέχεια ο Πετρούνιας μεταλαμπάδευσε την Ολυμπιακή Φλόγα στον δεύτερο Λαμπαδηδρόμο που είναι ο Βραζιλιάνος πρώην αθλητής του βόλεϊ Ζιοβάνι Γκάβιο. Στις 29 Μαΐου 2016 κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο 32ο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ενόργανης γυμναστικής στη Βέρνη της Ελβετίας. Ήταν κορυφαίος όλων στον τελικό των κρίκων με 15.866 βαθμούς. 

Μάλιστα, ο Πετρούνιας έγινε ο πρώτος αθλητής την τελευταία 20ετία, που κατάφερε να κερδίσει για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά στο συγκεκριμένο όργανο, στον 6ο μεγάλο τελικό της καριέρας του, σε ισάριθμες συμμετοχές σε ευρωπαϊκά πρωταθλήματα.








Τα μετάλλια της ελληνικής γυμναστικής σε Ολυμπιακούς Αγώνες:

Αναλυτικά:

1896 – ΑΘΗΝΑ

Χρυσό

1. Ιωάννης Μητρόπουλος Κρίκοι

2. Νικόλαος Ανδριακόπουλος Αναρρίχηση επί κάλω

Αργυρό

3. Θωμάς Ξενάκης Αναρρίχηση επί κάλω

4. Πανελλήνιος Γ.Σ. Δίζυγο ομαδικό

(Σπύρος Αθανασόπουλος, Νικόλαος Ανδριακόπουλος, Πέτρος Περσάκης, Θωμάς Ξενάκης)

Χάλκινο

5. Πέτρος Περσάκης Κρίκοι

6. Αριστόβουλος Πετμεζάς Μονόζυγο

7. Εθνικός Γ.Σ. Δίζυγο ομαδικό

(Ιωάννης Χρυσάφης, Ιωάννης Μητρόπουλος, Δημήτριος Λούνδρας, Φίλιππος Καρβελάς)

1996 – ΑΤΛΑΝΤΑ

Χρυσό

8. Ιωάννης Μελισσανίδης Ασκήσεις εδάφους

2000 – ΣΙΔΝΕΪ

Αργυρό

9. Δημοσθένης Ταμπάκος Κρίκοι

2004 – ΑΘΗΝΑ

Χρυσό

10. Δημοσθένης Ταμπάκος Κρίκοι

2012 - ΡΙΟ ΝΤΕ ΤΖΑΝΕΪΡΟ

Χρυσό


11. Λευτέρης Πετρούνιας Κρίκοι



ΠΗΓΗ: Ζούγκλα


Η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Αργολικό (φωτογραφίες)
























Πόλο: Κόντρα στην Ιταλία στους «8» η Εθνική


Η φάση των ομίλων του Ολυμπιακού τουρνουά του πόλο ολοκληρώθηκε και προέκυψαν τα ζευγάρια στην προημιτελική φάση. Αντίπαλος της Εθνικής Ελλάδας στους «8» θα είναι η Ιταλία και το παιχνίδι θα διεξαχθεί τα ξημερώματα της Τρίτης (00.20). 

Τα αποτελέσματα της τελευταίας αγωνιστικής:

Α’ όμιλος
Αυστραλία-Ελλάδα 12-7
Σερβία-Ιαπωνία 12-8
Βραζιλία-Ουγγαρία 6-10

Β’ όμιλος
Μαυροβούνιο-Ισπανία 9-9
ΗΠΑ-Ιταλία 10-7
Γαλλία-Κροατία 9-8

Τα ζευγάρια:
Κροατία-Βραζιλία
Μαυροβούνιο-Ουγγαρία
Ισπανία-Σερβία
Ιταλία-Ελλάδα


ΠΗΓΗ: Ζούγκλα 

Η Άλκηστις Πρωτοψάλτη στο Λουτράκι...


Η Αυγουστιάτικη πανσέληνος πλησιάζει...
Την Πέμπτη 18 Αυγούστου η Άλκηστις Πρωτοψάλτη θα είναι στο Λουτράκι!

Γιώργος Μουζάκης 1922 – 2005


Έλληνας μουσικός και συνθέτης, που διακρίθηκε κυρίως στο ελαφρό τραγούδι και την επιθεώρηση.

Ο Γιώργος Μουζάκης γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου 1922 στο Μεταξουργείο. Πρωτοεμφανίστηκε νωρίς στη μουσική, ως τρομπετίστας το 1938 και από το 1940 διατηρούσε δική του ορχήστρα. Το 1946 μπήκε στη δισκογραφία, κυκλοφορώντας τον πρώτο του δίσκο. Σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών (1939-1947) και συνέχισε τη μουσική του εκπαίδευση στην Αυστρία και Γερμανία (1952-1954).

Συνέθεσε περισσότερα από 450 τραγούδια και χιλιάδες μελωδίες για παραστάσεις και επιθεώρησης. Συνέδεσε το όνομά του όσο κανένας άλλος συνθέτης με τη χρυσή εποχή της επιθεώρησης τη δεκαετία του ‘50 και γι’ αυτό χαρακτηρίστηκε, άλλωστε, «ο βασιλιάς της επιθεώρησης».

Μεγάλες επιτυχίες του υπήρξαν τα τραγούδια: «Το Μονοπάτι», «Η Σκλάβα», «Θέλω να τα σπάσω», «Αδυναμία μου», «Ένας φίλος ήρθε από τα παλιά», «Σου σφυρίζω», «Σ αγαπώ σ’ όλες τις γλώσσες», «Βίρα τις άγκυρες», «Δεν πάω σπίτι μου απόψε», «Καλωσόρισες έρωτα» (συμπεριλήφθηκε το 1968 σε δίσκο από τον Φρανκ Σινάτρα), «Μάμπο Μπραζιλέιρο», «Εγώ θα σ’ αγαπώ» και «Έχω απόψε ραντεβού».

Το 1959 συνέθεσε τον «Ύμνο του Παναθηναϊκού» («Σύλλογος μεγάλος...»), σε στίχους Γιώργου Οικονομίδη, με πρώτο ερμηνευτή τον Γιάννη Βογιατζή. Συνέθεσε ακόμα, μία συμφωνία, μία σουίτα και τη λαϊκή όπερα «Ο Μηνάς ο ρέμπελος».

Ο Γιώργος Μουζάκης έγραψε μουσική για πολλές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, από την οποία ξεχωρίζει το «Ακροπόλ» του Παντελή Βούλγαρη (1996). Ήταν ο δημιουργός των τηλεοπτικών εκπομπών «Από τον παππού στον εγγονό» (ΥΕΝΕΔ, 1974) και «Αναμνήσεις, Μελωδίες και Ρυθμοί» (ΕΡΤ, 1979).

Τιμήθηκε δύο φορές με το πρώτο βραβείο του Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης: Το 1967 για το τραγούδι «Καλωσόρισες έρωτα» με ερμηνευτές τον Σώτο Παναγόπουλο και την Άντζελα Ζήλεια και το 1968 με το «Χτύπα καρδιά μου», το οποίο ερμήνευσαν η Μπελίντα και η Άντζελα Ζήλεια.

Το 2002 κυκλοφόρησε την αυτοβιογραφία του «Γιώργος Μουζάκης: Βίρα τις άγκυρες» σε επιμέλεια Ιάσωνα Τριανταφυλλίδη. Το 2003 βραβεύτηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωστή Στεφανόπουλο, για την προσφορά του στο ελληνικό τραγούδι.

Ο Γιώργος Μουζάκης πέθανε στην Αθήνα στις 27 Αυγούστου 2005, σε ηλικία 83 ετών.





ΠΗΓΗ: Σαν Σήμερα

Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου


Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου πρωτοδημοσιεύτηκε στις 15 Αυγούστου 1906 στο τεύχος 141-142 του δεκαπενθήμερου φιλολογικού περιοδικού Παναθήναια. Ο «φακός» του Παπαδιαμάντη εστιάζει στο εκκλησάκι της Παναγίας της Πρέκλας στη Σκιάθο. Στο προαύλιο του ναϊσκου υπάρχει μια μικρή προχειροκτισμένη καλύβα, όπου ζει σαν καλόγηρος ένας πρώην άρχοντας του τόπου, ο Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας, που αναπολεί τις καλές και κακές στιγμές της ζωής του.

    Ανάμεσα εις συντρίμματα και ερείπια, λείψανα παλαιάς κατοικίας ανθρώπων, εν μέσω αγριοσυκών, μορεών με ερυθρούς καρπούς, είς έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν, προς μίαν παραλίαν βορειοδυτικήν της νήσου, όπου την νύκτα επόμενον ήτο να βγαίνουν και πολλά φαντάσματα, είδωλα ψυχών κουρασμένων, σκιαί επιστρέφουσαι, καθώς λέγουν, από τον ασφοδελόν λειμώνα, αφήνουσαι κενάς οιμωγάς εις την ερημίαν, θρηνούσαι το πάλαι ποτέ πρόσκαιρον σκήνωμά των, εις τον επάνω κόσμον-εκεί ανάμεσα εσώζετο ακόμη ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας. Δεν υπήρχε πλέον οικία ορθή, δεν υπήρχε στέγη και άσυλον εις όλον το οροπέδιον εκείνο, παρά την απορρώγα ακτήν. Μόνος ο μικρός ναΐσκος υπήρχε και εις το προαύλιον του ναΐσκου ο Φραγκούλης Κ.Φραγκούλας είχε κτίσει μικρόν υπόστεγον καλύβην μάλλον ή οικίαν, λαβών την ξυλείαν, όσην ηδυνήθη να εύρη, καί τινας λίθους από τα τόσα τριγύρω ερείπια, διά να στεγάζεται προχείρως εκεί και καπνίζη ακατακρίτως το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμόν, έξω του ναού, ο φιλέρημος γέρων.
    Ο ναΐσκος ήτο ιδιόκτητος· πράγμα σπάνιον εις τον τόπον, λείψανον παλαιού θεσμού· ήτον κτήμα αυτού του γέροντος Φραγκούλα. Ο αξιότιμος πρεσβύτης, φέρων όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα προεστού, ωραίον φέσι του Τουνεζίου, επανωβράκι τσόχινον, με ζώνην πλατείαν κεντητήν, μακράν τσιμπούκαν με ηλέκτρινον μαμόν, και κρατών με την αριστεράν ηλέκτρινον μακρόν κομβολόγιον, δεν ήτο και πολύ γέρων, ως πενήντα πέντε χρόνων άνθρωπος. Κατήγετο από την αρχαιοτέραν και πλέον γνησίως αυτόχθονα οικογένειαν του τόπου. Ήτον εκ νεαράς ηλικίας ευσταλής, υψηλός, λεπτός την μέσην, μελαγχροινός, με αδρούς χαρακτήρας του προσώπου, δασείας οφρύς, οφθαλμούς μεγάλους, ογκώδη ρίνα, χονδρά χείλη προέχοντα. Ηγάπα πολύ τα μουσικά τα τε εκκλησιαστικά και τα εξωτερικά, υπήρξε δε με την χονδρήν, αλλά παθητικήν φωνήν του, ψάλτης και τραγουδιστής εις τον καιρόν του μέχρι γήρατος.
    Την Σινιώραν, ωραίαν νέαν, λεπτοφυή, λευκοτάτην, την είχε νυμφευθή από έρωτα. Ήδη είχε συζήσει μαζί της υπέρ τα είκοσι πέντε έτη, και είχεν αποκτήσει τέσσαρας υιούς και τρεις θυγατέρας. Αλλά τώρα, εις τον ουδόν του γήρατος, δεν συνέζη πλέον μαζί της.
    Είχε χωρίσει άπαξ ήδη, αφού εγεννήθησαν τα τέσσαρα πρώτα παιδία, δύο υιοί και δύο θυγατέρες· ο πρώτος ούτος χωρισμός διήρκεσεν επί τινας μήνας. Είτα επήλθε συνδιαλλαγή και συμβίωσις πάλιν. Τότε εγεννήθησαν άλλα δύο τέκνα, υιός και θυγάτριον. Είτα επήλθε δεύτερος χωρισμός , υπέρ το έτος διαρκέσας. Μετά τον χωρισμόν δευτέρα συνδιαλλαγή. Τότε εγεννήθη ο τελευταίος υιός. Ακολούθως επήλθε μακρός χωρισμός μεταξύ των συζύγων. Ο τελευταίος ούτος χωρισμός, μετά πολλάς αγόνους αποπείρας συνδιαλλαγής, διήρκει από τριών ετών και ημίσεος. Δεν ήτο πλέον φόβος να γεννηθούν άλλα τέκνα. Η Σινιώρα ήτο υπερτεσσαρακοντούτις ήδη.

    Την εσπέραν εκείνην, της 13 Αυγούστου του έτους 186... εκάθητο μόνος, ολομόναχος, έξω του ναΐσκου, εις το προαύλιον, έμπροσθεν της καλύβης την οποίαν είχε κτίσει, εκάπνιζε το τσιμπούκι του κ’ ερρέμβαζεν. Ο καπνός από τον λουλάν ανέθρωσκε και ανέβαινεν εις κυανούς κύκλους εις το κενόν, και οι λογισμοί του ανθρώπου εφαίνοντο να παρακολουθούν τους κύκλους του καπνού και να χάνωνται μετ’ αυτών εις το αχανές, το άπειρον. Τι εσκέπτετο;
    Βεβαίως την σύζυγόν του, με την οποίαν ήσαν εις διάστασιν, και τα τέκνα του, τα οποία σπανίως έβλεπεν. Εσχάτως του είχον παρουσιασθή πρώτην φοράν εις την ζωήν του, και οικονομικαί στενοχωρίαι. Ο Φραγκούλας ήτο μεγαλοκτηματίας. Είχε παμπόλλους ελαιώνας, αμπέλια αρκετά, και χωράφια αμέτρητα. Μόνον από τον αντίσπορον των χωραφιών ημπορούσε να μην αγοράζη ψωμί δι’ όλου του έτους αυτός και η οικογένειά του. Οι δε ελαιώνες, όταν εκαρποφόρουν έδιδον αρκετόν εισόδημα. Αλλ’ επειδή δεν ειργάζετο ποτέ μόνος του, τά έξοδα «τον έτρωγαν!».  Είτα, αυξανομένης της οικογενείας, συνηυξάνοντο και αι ανάγκαι. Και όσον ηύξανον τα έξοδα, τόσον τα έσοδα ηλαττούντο. Ήλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», αφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Είτα, διά πρώτην φοράν, έλαβεν ανάγκην μικρών δανείων. Δεν εφαντάζετο ποτέ ότι μία μικρή κάμπη αρκεί διά να καταστρέψη ολόκληρον φυτείαν. Απηυθύνθη εις ένα τοκογλύφον του τόπου.
    Οι τοιούτοι ήσαν άνθρωποι «φερτοί», απ’ έξω, και όταν κατέφυγον εις τον τόπον, εν ώρα συμφοράς και ανεμοζάλης, κατά την Μεγάλην Επανάστασιν, ή κατά τα άλλα κινήματα τα προ αυτής, αρχομένης της εκατονταετηρίδος, κανείς δεν έδωκε προσοχήν και σημασίαν εις αυτούς.
    Αλλ’ επειδή οι εντόπιοι είχον αποκλειστικήν προσήλωσιν εις τα κτήματα, ούτοι, οι επήλυδες, ως πράττουσιν όλοι οι φύσει και θέσει Εβραίοι, έδωκαν όλην την σημασίαν και την προσοχήν των εις τα χρήματα. Ήνοιξαν εργαστήρια, μαγαζεία, κι εμπορεύοντο κι εχρηματίζοντο. Είτα ήλθεν η ώρα, όπως και τώρα και πάντοτε συμβαίνει, οι εντόπιοι έλαβον ανάγκην των χρημάτων, και τότε ήρχισαν να υποθηκεύουν τα κτήματα. Εωσότου παρήλθε μία γενεά, ή μία και ημισεία, και τα χρήματα επέστρεψαν εις τους δανειστάς συμπαραλαβόντα μεθ’ εαυτών και τα κτήματα.
   Έως τότε δεν είχε συλλογισθή τοιαύτα πράγματα ο Φραγκούλης Φραγκούλας, ούτε τον έμελε ποτέ του περί χρημάτων. Αλλ’ επ’ εσχάτων είχε λάβει ανάγκην και δευτέρου και τρίτου δανείου, και οι δανεισταί προθύμως του έδιδαν, αλλ’ απήτουν να τους καθιστά υπέγγυα τα καλλίτερα κτήματα, εκ των οποίων έκαστον είχε κατ’ αυτόν εκτιμητήν, δεκαπλασίαν αξίαν του ποσού του δανειζομένου... Πλην φευ! αυτός δεν ήτο μόνος καϋμός του…
    Ο Φραγκούλης Φραγκούλας δεν εφόρει πλέον το ωραίον του μαύρον φέσι, το τουνεζιάνικον· έφερεν οικιακόν μαύρον σκούφον επί της κεφαλής. Αλλ’ ευρίσκετο σήμερον εις την εξοχήν. Εάν τον συνηντώμεν την προτεραίαν εις την αγοράν, κάτω εις την πολίχνην, θα εβλέπομεν ότι είχε βάψει μαύρον το φέσι του... Είχε πρόσφατον πένθος.

    -Α! Τώχασα το καϋμένο μ’, το ευάγωγο, τόχασα!...
   Ο γέρο-Φραγκούλης εστέναζε, και είχε δίκαιον να στενάξη. Το καλλίτερον κοράσιόν του, το τρίτον, το μικρότερον, δεκατετραετές μόλις την ηλικίαν –το οποίον είχε γεννηθή κατά τι διάλειμμα έρωτος, μεταξύ δύο χωρισμών- του είχεν αποθάνει προ ολίγων μηνών...
   Και αυτός ήλθεν εις την Παναγίαν διά να κλαύση και να πη τον πόνο του. Ήτον κτήμα του ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας. Το εκκλησίδιον ήτο ευπρεπέστατον, ωραία στολισμένον, και είχε καλάς εικόνας –και μάλιστα την φερώνυμον, την γλυκείαν Παναγίαν την Πρέκλαν- σκαλιστόν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλαιον και μανουάλια ορειχάλκινα, κανδήλια αργυρά. Έφερε πάντοτε ο ιδιοκτήτης μαζί του την βαρείαν υπερμεγέθη κλείδα της δρυίνης θύρας της στερεάς, και δεν έλειπε συχνά να επισκέπτεται την Παναγίαν του. Ιερόσυλος ευτυχώς κανείς ακόμη δεν είχε αναφανεί εις τα μέρη αυτά.
   Ήτον παραμονή της εορτής, ότε θα ετελείτο πανήγυρις εις τον ναΐσκον, τιμώμενον επ’ ονόματι της Κοιμήσεως. Θα ήρχοντο από τον τόπον πολλαί οικογένειαι και άτομα, δωδεκάδες τινές προσκυνητών και πανηγυριστών και ο Παππανικόλας ο συμπέθερός του. Εις τον Παππανικόλαν έδιδεν ο Φραγκούλας διά τον κόπον του εν τάλληρον, περιπλέον δε εισέπραττεν ο παππάς διά λογαριασμόν του τας δεκάρας, όσας έδιδον αι γυναίκες «διά να γράψουν τα ονόματα» ή τα «ψυχοχάρτια». Όλα τ’ άλλα, προσφοράς, αρτοκλασίαν, πώλησιν κηρίων κ.τ.λ. τα εισέπραττεν ο Φραγκούλης ως εισόδημα ιδικόν του...
    Και τώρα τους επερίμενε να έλθουν πάλιν... και ανελογίζετο πώς, άλλοτε, όταν ήτο νέος ακόμη, μετά τον πρώτον χωρισμόν από τη γυναίκα του, η πανήγυρις αύτη της Παναγίας της Κοιμήσεως έγινεν αφορμή διά να επέλθη συνδιαλλαγή μετά της γυναικός του. Κατόπιν της συνδιαλλαγής εκείνης εγεννήθη ο τρίτος υιός, και το Κουμπώ, το θυγάτριον το οποίον εθρήνει τώρα ο γερο-Φραγκούλας.
   -Τόχασα, το καημένο μου, το ευάγωγο, τόχασα!...
   Ω, δεν ελυπείτο τώρα τόσον πολύ τον από της γυναικός του χωρισμόν –την οποίαν άλλως τρυφερώς ηγάπα- όσον εθρήνει την σκληράν απώλειαν εκείνην της κορασίδος, την οποίαν εις τον άλλον κόσμον ήλπιζε μόνον να επανεύρη... Και κατενύσσετο πολύ η καρδία του και εθλίβετο... Και ανελογίσθη ότι το πάλαι εδώ οι χριστιανοί, όσοι ήσαν ως αυτός τεθλιμμένοι, εις τον ναΐσκον αυτόν της Παναγίας της Πρέκλας ήρχοντο τας ημέρας αυτάς, να εύρωσι διά της εγκρατείας και της προσευχής και του ιερού άσματος αναψυχήν και παραμυθίαν... Τον παλαιόν καιρόν, προ του Εικοσιένα, όταν το σήμερον έρημον και κατηρειπωμένον χωρίον εκατοικείτο ακόμη, όλοι οι κάτοικοι, και των δύο ενοριών, ήρχοντο εις τον ναόν της Πρέκλας, όστις ήτο απλούν παρεκκλήσιον, ν’ ακούσωσι τας ψαλλομένας Παρακλήσεις καθ’ όλον τον Δεκαπενταύγουστον...
    Άφησεν εις την άκρην το τσιμπούκι, το οποίον είχε σβύσει ήδη ανεπαισθήτως, εν μέσω της αλλοφροσύνης των ρεμβασμών του καπνιστού, και ακουσίως ήρχισε να υποψάλλη.
   Έλεγε τον Μέγαν Παρακλητικόν Κανόνα , τον εις την Παναγίαν, όπου διεκτραγωδούνται τα παθήματα και τα βάσανα μιας ψυχής και την σειράν όλην των κατανυκτικών ύμνων, όπου εις βασιλεύς Έλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, από Λατίνους και Άραβας και τους ιδικούς του, διεκτραγωδεί προς την Παναγίαν τους ιδίους πόνους του, και τους διωγμούς, όσους υπέφερεν από τα στίφη των βαρβάρων, τα οποία ονομάζει «νέφη».
   Είτα, κατά μικρόν, αφού είπεν όσα τροπάρια ενθυμείτο από στήθους,ύψωσεν ακουσίως την φωνήν, και ήρχισε να μέλπη το αθάνατον εκείνο:
«Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε
Γεθσημανή τω χωρίω κηδεύσατέ μου το σώμα,
Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα»,

    ...Και είτα προσέτι, παρεκάλει διά του άσματος την Παναγίαν, να είναι μεσίτρια προς τον Θεόν, «μη μου ελέγξη τας πράξεις ενώπιον των Αγγέλων...».  Ω, αυτό είχε την δύναμιν και το προνόμιον να κάμνη πολλά ζεύγη οφθαλμών να κλαίωσι τον παλαιόν καιρόν, όταν οι άνθρωποι έκλαιον ακόμη εκούσια δάκρυα εκ συναισθήσεως...
    Ο γέρο-Φραγκούλας επίστευε και έκλαιεν... Ω, ναι, ήτον άνθρωπος ασθενής· ηγάπα και ημάρτανε και μετενόει... Ηγάπα την θρησκείαν, ηγάπα την σύζυγον και τα τέκνα του, επόθει ακόμη τον συζυγικόν βίον, επόθει και τον βίον τον μοναχικόν. Τον καιρόν εκείνον είχε αγαπήσει εξ όλης καρδίας την Σινιωρίτσα του... και την ηγάπα ακόμη. Αλλ’ όσον τρυφερός ήτον εις τον έρωτα, τόσον ευεπίφορος εις το πείσμα, και τόσον γοργός εις την οργήν. Ω, ατέλειαι των ανθρώπων!
   Τώρα εις τους τελευταίους χρόνους, είχε γνωρίσει ακόμη και την οικονομικήν στενοχωρίαν, το παράπονον της ξεπεσμένης αρχοντιάς, τας πιέσεις και τας απειλάς των τοκογλύφων. «Το διάφορο κεφάλι! το διάφορο κεφάλι! ». Επί τέσσαρας ενιαυτούς ήτον αφορία, αι ελαίαι δεν εκαρποφόρησαν· ο καρπός είχε προσβληθή από άγνωστον ασθένειαν, διά τας αμαρτίας των ιδιοκτητών. Είχαν κιτρινίσει και μαυρίσει αι ελαίαι, και ήσαν γεμάται από βούλες και είχαν πέσει άκαιρα. Τόσα «υποστατικά», τόσα «μούλκια», τόσο «βιος», αγύριστα κτήματα, σχεδόν τσιφλίκια, ηπειλούντο να περιέλθωσιν εις χείρας των τοκογλύφων. Εγέννα ή όχι η γη, εκαρποφόρουν ή όχι τα δένδρα, ο τόκος δεν έπαυε. Τα κεφάλαια «έτικτον». Έπαυσε να τίκτη η γόνιμος (όπως λέγει ο Άγιος Βασίλειος), αφού τα άγονα ήρχισαν κι εξηκολούθουν να τίκτουν...
   Ανελογίζετο αυτά, κι  έκλαιεν η ψυχή του. Δεν ήλπιζε πλέον, ούτε ηύχετο σχεδόν, να ήρχετο η Σινιωρίτσα αύριον εις την πανήγυριν, όπως ήρχετο τακτικά κάθε χρόνον άλλοτε, όταν ήσαν «μονιασμένοι», -όπως είχεν έλθει και άπαξ, εις καιρόν οπού ευρίσκοντο χωρισμένοι προ δεκαπέντε ετών... Τώρα μόνον η ψυχή της Κούμπως, της αθώας μικράς παρθένου, είθε να παρίστατο αοράτως εις την πανήγυριν αγαλλομένη.
    Ω! άλλοτε, προ δεκαπέντε ετών, πριν γεννηθή ακόμη η Κούμπω ναι, η Παναγία είχε δωρήσει το αβρόν εκείνο άνθος εις τον Φραγκούλην και την Σινιώραν, και η Παναγία πάλιν το είχε δρέψει και το είχεν αναλάβει πλησίον της. πριν μολυνθή εκ της επαφής των ματαίων του κόσμου. Τον καιρόν εκείνον, είχε συμβή ο πρώτος χωρισμός, το πρώτον πείσμα, το πρώτον κάκιωμα μεταξύ των συζύγων. και ο Φραγκούλης, θυμώδης, οξύχολος, δριμύς, είχεν αναβή όπως τώρα, από την πολίχνην την κατοικημένην εις το παλαιόν χωρίον το έρημον, του οποίου εσώζοντο τότε ακόμη ολίγισται οικίαι και δεν ήτο ερείπιον όλον, όπως σήμερον. Και καθώς τώρα, είχεν έλθει δύο ή τρεις ημέρας προ της εορτής εις το παρεκκλήσιον της Πρέκλας, εκάθητο δε εις τα πρόθυρα του ναΐσκου κι εκάπνιζε το μακρόν τσιμπούκι με το ηλέκτρινον επιστόμιον. Πλην τότε το φέσι του ήτο κατακόκκινον, και τώρα εφόρει μαύρον σκούφον... Και τότε ο Φραγκούλης ήτο σαράντα χρόνων και τώρα ήτο πενηνταπέντε. Τότε έτρεφε πείσμα και χολήν, αλλ’ είχε πολύ περισσότερον και βαθύτερον συζυγικόν έρωτα, και μόνον νύξιν ήθελεν· ήτον έτοιμος να συγχωρήση και ν’ αγαπήση... Αλλά τώρα δεν είχε πλέον ούτε πείσμα σχεδόν ούτε οργήν, ηγάπα την Σινιώραν, την επόνει, αλλ’ έκλαιε πολύ περισσότερον διά το θυγάτριόν του, το Κουμπώ, «το καϋμένο το ευάγωγο!».
   Εκείνην την φοράν, ο παππά-Νικόλας, άμα έφθασε την παραμονήν, ακολουθούμενος από πλήθος προσκυνητών διά την πανήγυριν, εστάθη πλησίον της θύρας του ναού, παρά την γωνίαν, και του είπε μυστηριωδώς:
  -Θάχης μουσαφιρλίκια, θαρρώ.
  -Τι τρέχει, παππά; ηρώτησε μειδιών ο Φραγκούλης, όστις εμάντευσε πάραυτα.
  -Θα σου έλθει τ’ ασκέρι... Κύτταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρίς πείσματα…
  Ο παπάς, ασκέρι λέγων, εννοούσε προφανώς την οικογένειαν του Φραγκούλη· αλλά τάχα μόνον τα παιδία, τα δύο μεγαλείτερα εκ των τεσσάρων; -καθόσον τα άλλα δύο τα μικρά, δεν θα ηδύναντο να κουβαληθούν εις διάστημα τριών ωρών οδοιπορίας χωρίς την μητέρα των. Ο Φραγκούλης ηθέλησε να βεβαιωθή.
   -Θάρθη μαζί κι’ η μάνα τους;
  -Βέβαια... πιστεύω, είπεν ο παππάς.

    Τω όντι, όταν εβράδυασε καλά και άρχισε να σκοτεινιάζη, η κυρά Σινιώρα ήλθε, μαζύ με την γραίαν μητέρα της και με τα τέσσερα παιδιά της, εν συνοδεία και άλλων προσκυνητριών, γειτονισσών ή συγγενών της. Από πολλών μηνών δεν είχεν ιδεί τον συζυγόν της, όστις είχε κατοικήσει χωριστά –εις ευτελές δωμάτιον, χάρις ταπεινώσεως, το οποίον ονόμαζε «το κελλί του», και έζη από μηνών ως καλόγηρος. Επλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα· ο Φραγκούλης ίστατο εκεί παραπέρα από την θύραν της εκκλησίας, κ’ έκαμνε πως έβλεπεν αλλού και πως επρόσεχεν είς τινα ομιλίαν περί αγροτικών υποθέσεων μεταξύ δύο ή τριών χωρικών.
   Η Σινιώρα εισήλθεν εις τον Ναΐσκον, επροσκύνησεν, εκόλλησε κηρία και ησπάσθη τας εικόνας. Είτα μετά τινα ώραν εξήλθεν. Επλησίασε συνεσταλμένη κι εχαιρέτησε τον σύζυγόν της. Ούτος έτεινε προς αυτήν την χείρα και ησπάσθη φιλοστόργως τα τέκνα του.
   Ήδη ενύκτωνε και εψάλη ο Μικρός Εσπερινός. Ακολούθως μετά το λιτόν σαρακοστιανόν, το οποίον έφαγον καθ’ ομάδας καθίσαντες οι διάφοροι προσκυνηταί εδώ κι’ εκεί επί των χόρτων και των ερειπίων, ο Φραγκούλης ητοίμασεν ιδιοχείρως ξύλινον σήμαντρον πρόχειρον κατά μίμησιν εκείνων τα οποία συνηθίζονται εις τα μοναστήρια, και φέρων τρεις γύρους περί τον ναόν, το έκρουσε μόνος του, πρώτον εις τροχαϊκόν ρυθμόν: «τον Αδάμ, Αδάμ, Αδάμ!» είτα εις ιαμβικόν: «το τάλαντον, το τάλαντον!».
    Ευθύς τότε τα δύο παιδία του Φραγκούλα και πέντε ή εξ άλλοι μικροί μοσχομάγκαι ανερριχήθησαν επάνω εις την στέγην του ναού, άνωθεν της θύρας, και ήρχισαν να βαρούν τρελλά, αλύπητα, αχόρταστα, τον μικρόν μισορραγισμένον κώδωνα, τον κρεμάμενον από δύο διχαλών ξύλων, εκεί επάνω. Ύστερον από πολλάς φωνάς, μαλώματα και επιπλήξεις του Φραγκούλα, του μπάρμπα-Δημητρού, του ψάλτου και του Παναγιώτου της Αντωνίτσας (ενός καλού χωρικού, όστις δεν εκουράζετο να τρέχη εις όλα τα εξωκκλήσια και να κάμνη «κουμάντο», έως ου επί τέλους η Δημαρχία ηναγκάσθη να τον αναγνωρίση ως ισόβιον επίτροπον όλων των εξοχικών ναών), τα παιδία μόλις έπαυσαν οψέποτε να κρούουν τον κώδωνα, κι εξεκόλλησαν τέλος από την στέγην του ναΐσκου. Ο παππά-Νικόλας έβαλεν ευλογητόν, και ήρχισεν η Ακολουθία της Αγρυπνίας.
   Ο Φραγκούλης ήτο τόσον ευδιάθετος εκείνην την εσπέραν, ώστε από του «Ελέησόν με ο Θεός», της αρχής του Αποδείπνου μέχρι του «Είη το όνομα», εις το τέλος της λειτουργίας, όπου η παννυχίς διήρκεσεν οκτώ ώρας άνευ διαλείμματος –όλα τα έψαλλε και τα απήγγειλε μόνος του, από του δεξιού χορού, μόλις επιτρέπων εις τον κυρ – Δημητρόν τον κάτοχον του αριστερού χορού να λέγει κι αυτός από κανένα τροπαράκι, διά να ξενυστάξη. Έψαλε το «Θεαρχίω νεύματι» και εις τους οκτώ ήχους μοναχός του, προφάσει ότι ο κυρ – Δημητρός, «δεν εύρισκεν εύκολα τον ήχον». Εις το τέλος του Εσπερινού, μοναχός του εδιάβασε το Συναξάρι, και, χωρίς να πάρη ανασασμόν, μοναχός του πάλιν άρχισε τον εξάψαλμον. Έψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Αναβαθμούς και Προκείμενα, είτα όλον το «Πεποικιλμένη» έως το «Συνέστειλε χορός», και όλον το «Ανοίξω το στόμα μου», έως το «Δέχου παρ’ ημών». Είτα έψαλε Αίνους, Δοξολογίαν, εδιάβασεν Ώρας και Μετάληψιν, προς χάριν όλων των ητοιμασμένων διά την θείαν Κοινωνίαν, και εις την λειτουργίαν πάλιν όλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, το Χερουβικόν, το «Αι γενεαί πάσαι», το Κοθινωνικόν κτλ. κτλ.
    Όλα αυτά τα ενθυμείτο ακόμη, ως να ήταν χθες, ο γερο-Φραγκούλας, και είχον παρέλθει δεκαπέντε έτη έκτοτε. Ακόμη και μικρά τινα φαιδρά επεισόδια, τα οποία συνέβησαν εις την Λιτήν, μικρόν προ του μεσονυκτίου, κατά την έξοδον της ιεράς εικόνος εις την ύπαιθρον. Επειδή αι γυναίκες είχον κολλήσει πολλά και χονδρά; κηρία, τα πλείστα έργα αυτών των ιδίων χειρομάλακτα, τα δε κηρία συμπλεκόμενα εις δέσμας και περικοκλάδας από τον Παναγιώτην της Αντωνίτσας, τον πρόθυμον εις την υπηρεσίαν της ιεράς πανηγύρεως, είχον λαμπαδιάσει, εις μίαν στιγμήν ολίγον έλειψε να πάρη φωτιά το φελόνι του παππά, είτα και το γένειόν του. Τότε ο Παναγιώτης της Αντωνίτσας, μη ευρίσκων άλλο προχειρότερον μέσον, ήρπαζε τας ογκώδεις δέσμας των φλεγόντων κηρίων, τας έφερε κάτω εις το έδαφος κι επάτει δυνατά με τα τσαρούχια του, διά να τα σβύση. Αι γυναίκες δυσφορούσαι εγόγγυζον να μη πατή τα κηρία, γιατί είναι κρίμα.
    Τότε εις των παρεστώτων υιός πλουσίου του τόπου, από εκείνους οίτινες είς το ύστερον κατέστησαν δανεισταί του Φραγκούλα –και όστις ελέγετο ότι εις τας εκλογάς εμελέτα να βάλη κάλπην ως υποψήφιος δήμαρχος-, ηκούσθη να λέγη ότι πρέπει να μάθουν να κάμνουν «οικονομία, οικονομία στα κηρία!... η νύχτα μεγαλώνει... ισημερία τώρα κοντεύει... έχει νύκτα...»
    Αλλ’ αι γυναίκες, ενώ ήξευραν καλλίτερα από εκείνον όλας τας οικονομίας του κόσμου, δεν εννοούσαν τι θα πη «οικονομία στα κηρία», αφού άπαξ είναι αγορασμένα και πληρωμένα και είναι μελετημένα και ταμένα εξ άπαντος να καούν διά την χάριν της Παναγίας. Μία απ’αυτάς, γερόντισσα, ανεπόλησε κάτι τι δι’ εν θαύμα, το οποίον είχεν ακούσει από το συναξάρι του Αγίου Δημητρίου, όπου ο Άγιος, εις την Σαλονίκην, επέπληξεν αυστηρώς τον νεωκόρον, έχοντα την μανίαν να σβύνη μισοκαμμένα τα κηρία –και η γερόντισσα ήρχισε να το διηγήται χθαμαλή τη φωνή εις την πλησίον της: «Αδελφέ Ονήσιμε, άφες να καούν τα κηρία όσα προσφέρουν οι Χριστιανοί και μη αμαρτάνης...»
    Την ίδίαν ώραν συνέβη και τούτο. Ενώ ο παππάς απήγγελε τας μακράς αιτήσεις της Λιτής, επισυνάπτων και τα ονόματα όλα ζωντανά και πεθαμένα, όσα του είχον υπαγορεύσει αφ’ εσπέρας αι ευλαβείς προσκυνήτριαι, ο Φραγκούλης έψαλλε μεγαλοφώνως το τριπλούν «Κύριε Ελέησον» με την χονδρήν φωνήν του, και με όλον το πάθος της ψαλτικής του. Τότε ο μπάρμπα-Δημητρός, όστις εφαίνετο να είχε πειραχθή ολίγον, ίσως διότι ο Φραγκούλας εν τη ψαλτομανία του δεν επέτρεπε να πη κ’ εκείνος ένα τροπαράκι σωστό (διότι, άμα ήρχιζεν ο Δημητρός το δικό του, ο Φραγκούλας με την γερήν κεφαλικήν φωνήν του, εκθύμως συνέψαλλε, του ήρπαζε την πρωτοφωνίαν, και υπέτασσε κι εκάλυπτε την ασθενή και τερετίζουσαν φωνήν εκείνου) έλαβε το θάρρος να κάμη παρατήρησιν.
    - Πειο σιγά, πιο ταπεινά, κυρ-Φραγκούλη· σιγανώτερα να λες το Κύριε ελέησον, γιατί δεν ακούονται τα ονόματα, και θέλουν αι γυναίκες να τ’ ακούνε.
   Είχε κάπως δίκαιον, διότι πράγματι αι γυναίκες απήτουν να λέγωνται εκφώνως τα ονόματα, όσα είχαν ειπεί εις τον παπάν να γράψη. Εννοούσαν να τ’ ακούη κι ο Θεός, κι η Παναγία, κι όλος ο κόσμος. Η καθεμία ήθελε ν’ ακούση «τα δικά της τα ονόματα», και να τ’ αναγνωρίση, καθώς απηγγέλοντο αραδιαστά. Άλλως θα είχαν παράπονα κατά του παππά, κι’ ο παπάς αν ήθελε να φάγη κι άλλοτε, εις το μέλλον, προσφορές, ώφειλε να τα έχη καλά με τις ενορίτισσες.
   Τότε η Αργυρή, η πρωτότοκος του Φραγκούλα, ούσα τότε δωδεκαέτις, πονηρά, θυμόσοφος κορασίς, καθώς έστεκε πλησίον εις τον πατέρα της, εψήλωσεν ολίγον διά να φθάση εις το ους του, και του λέγει κρυφά:
   - Πατέρα, άφησε και τον μπαρμπα – Δημητρό να ψάλλη «Κύριε ελέησον!».
   Τούτο ήτο ως έμπνευσις και βοήθημα διά τον Φραγκούλην. Επειδή ούτος δεν ήθελε φανερά να υπακούση εις την σχεδόν αυθάδη παραίνεσιν του Δημητρού, και πάλιν δεν ήθελε να δείξη ότι εθύμωσεν, εστράφη προς τον καλόν γέροντα και του λέγει:
  - Πε, Δημητρό, σαράντα φορές το «Κύριε ελέησον».
  Τότε ο μπάρμπα-Δημητρός, όστις αν και είχε γηράσει, δεν είχε μάθει ακόμη καλά τα τυπικά, και δεν ήξευρεν ακριβώς πότε κατά την Λιτήν το «Κύριε ελέησον» λέγεται τρις και πότε τεσσαρακοντάκις, ήρχισε πράγματι να το ψάλλη σαράντα φορές, ώστε ο παππάς εβιάσθη ν’ απαγγείλη ραγδαίως και αθρόα τα τελευταία ονόματα, και διά να είναι σύμφωνος με τον ψάλτην, ήρχισε προ της ώρας να λέγη: «... υπέρ του διαφυλαχθήναι, από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας» και τα εξής.

   Τέλος μετά την λειτουργίαν ο παπάς, ο Φραγκούλας και η οικογένειά του και ολίγοι φίλοι εκάθισαν κ’ έφαγαν ομού και ηυφράνθησαν, και την εσπέραν ο Φραγκούλας επανήρχετο ειρηνικώς και με αγάπην, μετά της συζύγου και των τέκνων του υπό την οικιακήν στέγην.
   Πριν παρέλθη έτος εγεννήθη η Κούμπω. Η κόρη αύτη, πλάσμα χαριτωμένον και συμπαθές, ανετρέφετο και ηλικιούτο, εγένετο το χάρμα και η παρηγορία του πατρός της. Δεν είχε μόνον νοημοσύνην πρώιμον, αλλά κάτι άλλο παράδοξον γνώρισμα, οιονεί χαρακτήρα φρονίμου γυναικός εις ηλικίαν παιδίσκης. Ύστερον, μετά χρόνους, όταν επήλθεν ο δεύτερος χωρισμός, η Κούμπω, οκταέτις τότε, έτρεχε πλησίον του πατρός της, εις το «κελλί του», όπου κατώκει εις την ανωφερή εσχατιάν της πολίχνης, και την εγέμιζε περιποιήσεις και τρυφερότητας.
  Αυτή μόνον εδέχετο προθύμως τους πατρικούς χαλινούς, ενώ τα άλλα τέκνα δεν ήρχοντο ποτέ πλησίον του πατρός των, και διά τούτο εκείνος την ωνόμαζε «το ευάγωγο». Καθημερινώς έτρεχε να τον εύρη, και δεν έπαυε να τον παρακαλή.
  - Έλα, πατέρα, στο σπίτι· μη μας αφήσης, λεγ’ η μητέρα, ζωνταρφανά.
  Μίαν των ημερών έτρεξε δρομαία, φαιδρά, και πνευστιώσα του είπε:
   - Τάμαθες, πατέρα; ... Θα παντρέψουμε τ’ Αργυρώ μας ... Έλα στο σπίτι, γιατί δεν είναι πρέπον, λέγει η μητέρα, να είσθε χωρισμένοι εσείς, που θα παντρευτή τ’ Αργυρώ μας ... για να μην κακιώση ο γαμπρος! ...
   Τω όντι ο Φραγκούλας επείσθη κι εφιλιώθη με την σύζυγόν του. Ηρραβώνισαν
την Αργυρώ, είτα μετ’ ολίγους μήνας την εστεφάνωσαν ... Είτα πάλιν επήλθε τρίτος χωρισμός μεταξύ του παλαιού ανδρογύνου και μ’ ένα γεροντόπαιδον μαζί, το οποίον ήλθεν εις τον κόσμον σχεδόν συγχρόνως με τον γάμο της πρωτοτόκου.
   Τότε η Κούμπω, ήτις είχε γίνει δεκατριών ετών, δεν έπαυε να τρέχη πλησίον του πατρός της, και να τον παρακινή ν’ αγαπήση με την μητέρα.
    Μίαν ημέραν θλιβερά του είπεν:
    - Δεν θα μπορώ πλέον νάρχωμαι, ούτε στο κελλί σου, πατέρα ... Είναι κάτι κακές γυναίκες εκεί στον μαχαλά στο δρόμο που περνώ, και τις άκουσα που λέγανε καθώς περνούσα: Να, το κορίτσι της Φραγκούλαινας, που την έχει απαρατήσει ο άνδρας της…». Δεν το βαστώ πλέον, πατέρα...
    Τω όντι, παρήλθον τρεις ημέραι, και η Κούμπω δεν εφάνη εις το κελλί του πατρός της. Την τετάρτην ημέραν ήλθε πολύ ωχρά και μαραμένη· εφαίνετο να πάσχη.
   -Τι έχεις κορίτσι μου; της είπεν ο πατήρ της.
   -Αν δεν έλθης, πατέρα, του απήντησεν αποτόμως αίφνης, με παράπονον και με πνιγμένα δάκρυα, να ξεύρης, θα πεθάνω απ’ τον καημό μου!
   -Έρχομαι, κορίτσι μου, είπεν ο Φραγκούλης.

 Τω όντι,, την άλλην ημέραν επήγεν εις την οικίαν. Αλλ’ η νεαρά κόρη έπεσε πράγματι ασθενής και είχεν δεινόν πυρετόν. Όταν ο πατέρας ήλθεν παρά την κλίνην της και της ανήγγειλεν ότι έκαμε αγάπην με την μητέρα της διά να χαρή, ήτο αργά πλέον. Η τρυφερή παιδίσκη εμαράνθη εξ αγνώστου νόσου, και ούτε φάρμακον ούτε νοσηλεία ίσχυσε να την ανακαλέση εις τον πρόσκαιρον κόσμον. Εκοιμήθη χωρίς αγωνίαν και πόνον, εξέπνευσεν ως πουλί, με τη λαλιάν εις το στόμα.
   -Πατέρα! Πατέρα! στην Παναγία να κάμετε μια λειτουργία ... με την μητέρα μαζύ!...
   Είπε και απέθανε!
   Ο Φραγκούλης έκλαυσεν απαρηγόρητα· έκλαυσεν αχόρταστα ομού με την σύζυγόν του ... Κατόπιν απεσύρθη, κ’ εξηκολούθησε να κλαίη μόνος του εις την ερημίαν ...
   Ο τελευταίος ούτος χωρισμός ήτο μάλλον φιλικός και με την συναίνεσιν της Σινιώρας, ήτις έβλεπεν ότι ο γέρων σύζυγός της επεθύμει μάλλον να γίνη μοναχός. Ο Φραγκούλης ενθυμείτο μίαν τελευταίαν σύστασιν της Κούμπως: «με την μητέρα μαζί!». Μόνον εν παροδικόν πείσμα του είχεν έλθει. Του εφάνη ότι αι ίδιαι αδελφαί της, η ύπανδρος, και η άλλη η δευτερότοκος, δεν την ελυπήθησαν όσον έπρεπε, δεν την επένθησαν, όσον της ήξιζε, την ατυχή μικράν, την Κούμπω. Έκτοτε εξηκολούθει να ζη ολομόναχος πάλιν, τώρα «επί γήρατος ουδώ». Και ενθυμείτο τον στίχον του Ψαλτηρίου: «Μη απώση με εις καιρόν γήρως ... και έως γήρως και πρεσβείου, μη εγκαταλίπης με».
   Και την ημέραν αυτήν, την παραμονήν της Κοιμήσεως πάλιν, τον ευρίσκομεν να κάθηται εις το προαύλιον του ναΐσκου, και να καπνίζη μελαγχολικώς το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμόν... αναλογιζόμενος τόσα άλλα και τους οχληρούς δανειστάς του, οι οποίοι του είχαν πάρει εν τω μεταξύ το καλλίτερον κτήμα –ένα ολόκληρον βουνόν, ελαιώνα, άμπελον, αγρόν με οπωροφόρα δένδρα, με βρύσιν, με ρέμα, με νερόμυλον –και να εκχύνη τα παράπονά του εις θρηνώδεις μελωδίας προς την Παναγίαν.«Εκύκλωσαν αι του βίου μου ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι, κηρίον, Παρθένε...»
    Και επόθει ολοψύχως τον μοναχικόν βίον, ολίγον αργά, και επεκαλείτο μεγάλη τη φωνή τον «Γλυκασμόν των Αγγέλων, των θλιβομένων την χαράν», όπως έλθη εις αυτόν βοηθός και σώτειρα:

«Αντιλαβού μου και ρύσαι
 των αιωνίων βασάνων...»


ΠΗΓΗ: Σαν Σήμερα

Ναπολέων Βοναπάρτης: Αποφθέγματα - Γνωμικά - Ρήσεις



(Ο Ναπολέων Βοναπάρτης, αυτοκράτορας της Γαλλίας, γεννήθηκε σαν σήμερα το 1769)

Αποφθέγματα - Γνωμικά - Ρήσεις 

Ένωση για τη λαϊκή σωτηρία, ένωση, αν θέλουμε να μείνουμε έθνος ανεξάρτητο.

Η ζωή είναι σπαρμένη με τόσους σκοπέλους και είναι ίσως η πηγή τόσων κακών, που ο θάνατος δεν είναι το μεγαλύτερο απ' όλα.

Η ικανότητα μένει άχρηστη δίχως ευκαιρία.

Η ωραιότερη απ' όλες τις γυναίκες είναι αυτή που έτυχε εμείς να αγαπήσουμε.

Μια ωραία γυναίκα αρέσει στα μάτια, μια καλή γυναίκα αρέσει στην καρδιά. Η μία είναι ένα στολίδι, η άλλη ένας θησαυρός.

Ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα ζώο πιο τέλειο απ' όλα τ' άλλα και που κρίνει καλύτερα.

Ο πόλεμος δεν είναι τίποτε άλλο από έργο βάρβαρων ανθρώπων που μ' αυτόν επιδιώκουν να υποδουλώσουν άλλους ανθρώπους.

Όταν μια κυβέρνηση εξαρτάται από τους τραπεζίτες για τα χρήματα, τότε εκείνοι και όχι οι ηγέτες της κυβέρνησης ελέγχουν την κατάσταση, αφού το χέρι που δίνει είναι πάνω από το χέρι που παίρνει. Το χρήμα δεν έχει πατρίδα, οι χρηματοδότες δεν έχουν πατριωτισμό και δεν έχουν αξιοπρέπεια. Μοναδικός σκοπός τους είναι το κέρδος.

Τι είναι ο θρόνος; Ένα κομμάτι χρυσωμένο ξύλο, σκεπασμένο με βελούδο. Εγώ είμαι το κράτος, εγώ μόνο είμαι εδώ ο αντιπρόσωπος του λαού. Η Γαλλία έχει περισσότερη ανάγκη από μένα, απ' ότι εγώ τη Γαλλία.

Υπάρχουν συκοφαντίες, όπου και η αγνότητα χάνει το θάρρος της.


ΠΗΓΗ: Σαν Σήμερα

Στίβος: Οι Κύπριοι Χονδροκούκης και Ιωάννου στον τελικό του ύψους


Μπορεί ο Κώστας Μπανιώτης να μην κατάφερε να περάσει στον τελικό του ύψους των ανδρών στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο, όμως ανάμεσα στους 15 αθλητές που προκρίθηκαν βρίσκονται οι Κύπριοι Δημήτρης Χονδροκούκης και Κυριάκος Ιωάννου. 

Οι δύο αθλητές δεν έπιασαν το όριο των 2.31μ., όπως κανείς στον προκριματικό, όμως πήραν το εισιτήριο με 2.26μ. και πέρασαν ως επιλαχόντες. 

Οι 15 του τελικού στο ύψος:
Εσά Μουτάζ Μπαρσίμ (Κατάρ) 2.29
Μπόγκνταν Μπονταρένκο (Ουκρανία) 2.29
Ντέρεκ Ντρούιν (Καναδάς) 2.29
Τιχομίρ Ιβάνοφ (Βουλγαρία) 2.29
Ρόμπερτ Γκράμπαρζ (Μεγάλη Βρετανία) 2.29
Έρικ Κάιναρντ (ΗΠΑ) 2.29
Μαζντ Γκαζάλ (Συρία) 2.29
Αντρέι Προτσένκο (Ουκρανία) 2.29
Ντόναλντ Τόμας (Μπαχάμες) 2.29
Τρέβορ Μπάρι (Μπαχάμες) 2.29
Μπράντον Σταρκ (Αυστραλία) 2.29
Γιάροσλαβ Μπάμπα (Τσεχία) 2.26
Λουίς Κάστρο (Πουέρτο Ρίκο) 2.26
Δημήτρης Χονδροκούκης (Κύπρος) 2.26
Κυριάκος Ιωάννου (Κύπρος) 2.26


ΠΗΓΗ: Ζούγκλα 

Κοσμοσυρροή στον πανηγυρικό εσπερινό στην Μονή Αγνούντος Επιδαύρου


 Με θρησκευτική μεγαλοπρέπεια τελέστηκε ο πανηγυρικός Εσπερινός στην Ιερά Μονή Παναγίας Αγνούντος Επιδαύρου, παρουσία πλήθους πιστών, που είχαν συρρεύσει από όλη την Αργολίδα και την Κορινθία στο ιστορικό μοναστήρι, για να προσκυνήσουν τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας.













ΠΗΓΗ: Αργολικές Ειδήσεις