21.11.16

Ψωμί, αλάτι, έρημος... του Δημήτρη Καμπουράκη


Είχε περπατήσει εβδομήντα δύο μέρες. Ο ανελέητος ήλιος είχε κάψει τους αμφιβληστροειδείς των γαλάζιων του ματιών, είχε γεμίσει εγκαύματα το άμαθο δέρμα του, είχε στεγνώσει το άλλοτε σφριγηλό κορμί του. Η πείνα είχε εξαϋλώσει το κρέας γύρω από τα κόκκαλά του, είχε σκεβρώσει τον σκελετό του. Όταν μπήκε στην έρημο (ήταν πραγματική ή μόνο της ψυχής του, άραγε;) ήταν ένας επιτυχημένος, ψηλός, όμορφος, γυμνασμένος νεαρός άνδρας. Ένας νικητής. Τώρα είχε μεταβληθεί σ’ ένα σερνάμενο ανθρώπινο απολειφάδι. Τα βραχώδη εδάφη με τις κοφτερές πέτρες διέλυσαν τα Kolehan σκαρπίνια του και μετά ξεπάστρεψαν τα πρόχειρα σανδάλια που έφτιαξε με το δέρμα του Chiarugi χαρτοφύλακα του. Οι πληγιασμένες πατούσες του, αρχικά άφηναν φαρδιά ίχνη από σκούρο σκοτωμένο αίμα, μετά τέλειωσε και το αίμα του. Το πάλαι ποτέ  άψογο Armani κοστούμι του, κουρελιασμένο από τα κλαδιά των ξερών θάμνων και τα αγκάθια που έφραζαν τον ανύπαρκτο δρόμο του, έπλεε πάνω στο αποστεωμένο κορμί του σαν ρημαγμένο παλιό τσουβάλι.

Το τελευταίο μάτσο από εκατόευρα και κάτι υπογεγραμμένα συμβόλαια αγοράς γυάλινων κτιρίων που είχε στην τσέπη του, είχαν γίνει προ πολλού προσάναμμα για τις βραδινές φωτιές του. Το μυαλό του είχε σταδιακά αδειάσει. Τις πρώτες μέρες της περιπλάνησης τα θυμόταν όλα, μετά οι αναμνήσεις εξατμίστηκαν, ο κόσμος μηδενίστηκε κι αυτός έκανε παρέα μόνο με οπτασίες και οράματα της ζέστης. Τις νύχτες έκλαιγε δίχως δάκρυα, τα δόντια του χτυπούσαν απ’ το κρύο. Τα νύχια του είχαν ξεκουπιστεί, οι αγκώνες και τα γόνατα του έτρεχαν ένα σιχαμερό πηχτό πύον, οι παλάμες του ήταν γδαρμένες ως τους τένοντες, η πλάτη του ήταν γεμάτη από τσιμπήματα κουνουπιών και δαγκώματα σκορπιών. Μετά τον δεύτερο μήνα δεν περπατούσε, σερνόταν. Λίγο πριν το σούρουπο της εβδομηκοστής δεύτερης μέρας, βρέθηκε μπροστά στην φωτιά τους. Ματωμένος, ρακένδυτος, λερός, άνυδρος, αποστεωμένος, ημιθανής.

Παραμέρισαν αμίλητοι για να του κάνουν χώρο. Έκατσε κατάχαμα, ακουμπώντας την ράχη του σ’ ένα σαμάρι που ήταν αφημένο στο έδαφος. Ένα κοπάδι κατσίκες βέλαζε κάπου στο βάθος. Του πρόσφεραν ένα κύπελλο γάλα, ανακατεμένο με άγριο μέλι. Η πρησμένη γλώσσα του αναγάλλιασε στην γλυκιά γεύση. «Πούθε έρχεσαι;» τον ρώτησε ο γεροντότερος. «Δε θυμάμαι» απάντησε αυτός, συνειδητοποιώντας ότι ήταν οι πρώτες λέξεις που είπε σε άνθρωπο εδώ και εβδομήντα δύο μέρες. Ούτε ήξερε με ποιον θεϊκό τρόπο καταλάβαινε την άγνωστη γλώσσα τους. Μια γριά γεμάτη προαιώνιες ρυτίδες μάσησε κάτι φύλλα, έβγαλε ένα πρασινωπό πολτό απ’ το φαφούτικο στόμα της και τον άπλωσε πάνω στις πρησμένες δαγκωματιές και τις εξελκώσεις που βασάνιζαν το κορμί του. Το δηλητήριο των μιαρών της φύσης υποχώρησε.  Ένιωσε ν’ αδειάζει μέσα του, σα να συνερχόταν. «Πεινάω» είπε.

Μια νεαρή κοπέλα με αγέρωχο ύφος και πελώρια κατάμαυρα μάτια, πήρε μια χούφτα ζύμη από μια χοντροφτιαγμένη πήλινη λεκάνη. Με επιδέξιες κινήσεις έφτιαξε μια πλακουτσωτή πίτα και την άπλωσε πάνω σε μια καυτή πέτρα, την οποία παραμέρισε μ’ ένα ξύλο απ’ τη φωτιά. Όση ώρα τα δάκτυλα της έπαιζαν με την ζύμη, τα χείλη της ψιθύριζαν μια προσευχή, κάποιο ξόρκι ίσως ή μια ικεσία. Αναποδογύρισε το ζυμάρι για να ψηθεί κι απ’ την άλλη πλευρά κι έπειτα έχωσε το χέρι της μέσα στην πτυχή του ρούχου που τύλιγε το λυγερό κορμί της. Έβγαλε ένα πάνινο σακουλάκι, το έγειρε με προσοχή πάνω στην καυτή πίτα κι έριξε μερικούς χοντρούς λευκούς κρυσταλλικούς κόκκους. Το έκανε με σεβασμό , σαν να επρόκειτο για διαμάντια. «Τι είναι;» κατάφερε να ρωτήσει ο άνδρας, καθώς έπαιρνε το πρόχειρο φαγητό από το χέρι της. «Αλεύρι, νερό, αλάτι» απάντησε απλά ο γέρος. «Σιτάρι από την επιφάνεια της γης, νερό που στέλνει ο ουρανός, αλάτι κάτω απ’ τη γη. Το βγάζουν απ’ τις στοές οι αιχμάλωτοι και οι κατάδικοι.»

«Ψωμί κι αλάτι…» μουρμούρισε σεληνιασμένος ο νεαρός άνδρας -που είχε τραφεί με όλα τα εξεζητημένα εδέσματα του πολιτισμού του-  καθώς έφερνε το αρχαϊκό φαγητό στο στόμα του. Απέναντι του, τα κατάμαυρα μάτια της κοπέλας, διαπερνώντας τη νύχτα, τον κοίταζαν ανεξιχνίαστα πάνω από τις γλώσσες της φωτιάς. Ένα διπλό ρίγος συντάραξε την ύπαρξη του. Στην πρώτη μπουκιά, ο στερημένος ουρανίσκος του ξέσπασε μ’ ένα κύμα σάλιου και χαράς. Την ίδια στιγμή, μια δεύτερη έκρηξη ανάμεσα στα σκέλια του κι ένας βίαιος ολόσωμος σπασμός, απάντησε στο διαβολικά διαπεραστικό βλέμμα της που τον κάρφωνε. Μια αόρατη ουσία αποσπάστηκε από το εγκαταλελειμμένο κορμί του και το μισοφαγωμένο αρχέγονο έδεσμα αφέθηκε να πέσει στο κηλιδωμένο απ’ το σπέρμα κουρελιασμένο παντελόνι του. Ο νεαρός άνδρας απόμεινε εκεί μισοξαπλωμένος στο χώμα, ξέπνοος σαν πέτρινος άνθρωπος της Πομπηίας.

Ο γέρος σηκώθηκε απ’ τη φωτιά, αναστενάζοντας. «Θάψτε τον, μην τον φάνε τα αγρίμια» είπε στους νεώτερους.


(photo: Colin Frakland@Flickr)
ΠΗΓΗ: lionnews.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου