28.11.16

Σσσσ...σσσς (του Στρατή Χαβιαρά)




Είναι και πάλι τόσες του μηνός, στο μεσιανό διάζωμα της νύχτας κι ο χρόνος στην κλεψύδρα του όσο και ο καιρός, ξυλιάζουν λασπωμένοι. Και είναι η νύχτα ανάμεσα σε δυο ημερών σιαγόνες: η μια παγιδευμένη και η άλλη αμφίβολη, από κείνες που κάποτε ξυπνούσε κανείς πριν τα χαράματα για μακρινό ταξίδι – καβάλα σε μουλάρι αν ήταν τυχερός, κι αν άτυχος σε σκεπασμένο φορτηγό ή τρένο που καίει κάρβουνο, τα βαγόνια αμπαρωμένα, σκοτεινά.  

Και στα μισά της έκτης στη σειρά ξεδοντιασμένης νύχτας, κουρέλια από την κούραση και την αγρύπνια, ξεριζωμένοι από εχθρικά και φίλια πυρά, ανεπιθύμητοι από χώρα σε χώρα, πρόσφυγες στη γη του πουθενά, περιμένουν να ανοίξουν τα σύνορα. 

Ο πατέρας, η δωδεκάχρονη κόρη του και ο πιο κοντινός τους εδώ, ένας ακόμη άντρας που έχασε τους δικούς του στο πέρασμα – κι έχασε τη φωνή του, είναι ανάμεσα στους 260-τόσους νοματαίους της νέας αυτής φουρνιάς, τους στριμωγμένους τώρα όπως όπως σε αντίσκηνα από δεύτερο χέρι, έτσι που ο καθένας δε μπορεί παρά να υπομένει τα χούγια, τις οσμές και τα κουσούρια του άλλου. 

Εδώ κι εκεί μες στο σκοτάδι βήχας, βογκητό, τα κλάματα ενός παιδιού από κρύο ή πείνα, και πιο κοντά οι θόρυβοι του ταραγμένου ύπνου: μουρμούρα, παραμιλητό, ξύσιμο από φαγούρα απλυσιάς, πορδές, στριφογυρίσματα από πλευρό σε πλευρό, το απότομο τράβηγμα κάποιου σκεπάσματος που είναι μικρό για δύο. 

Ο ύπνος, αν σε πάρει, είναι ρηχός με όνειρα πνιγμού ή πολέμου, το τέλος του ύπνου μ’ ένα απελπισμένο ανακάθισμα χωρίς τοίχο να ακουμπήσεις τη ράχη.  

Έτσι ανακαθισμένος ο πατέρας θρηνεί στα σκοτεινά τον πατέρα, τη γυναίκα του και το μικρό του γιο, κι έτσι ο μουγκός τους δικούς του. 

Έξαφνα ο πατέρας νιώθει το χεράκι της κόρης του να τον αγγίζει σαν να θέλει να του πει κάτι. Αν υπήρχε λίγο φως, η έκφραση των ματιών της θα τα έλεγε όλα, σκέφτεται σκουπίζοντας τα μάγουλα του. Πεινάς; τη ρωτάει κι ας μην έχει μείνει ψίχουλο απ’ τα παξιμάδια που είχαν μοιράσει κάτι εθελοντές. Όταν ο μουγκός σηκώνεται να βγει ψαχουλευτά για την ανάγκη του, σκοντάφτοντας πάνω σε άλλους, η μικρή ψιθυρίζει, Μπαμπά, πόσο καιρό τον ξέρεις;

Αδύναμα, σαν να χρειάστηκε να σκάψει στη μνήμη του, της αποκρίνεται, Μα τελευταία νομίζω, όπως κι εσύ, κι έπειτα τη ρωτάει πάλι αν πεινάει.

Πιο πολύ νυστάζω, εκείνη, η φωνή της ισχνή. Τι ώρα να είναι άραγε; Και ο πατέρας την ακούει να στρώνει το χαρτόνι της στο χώμα και να πέφτει, ακουμπώντας το κεφάλι στο διπλωμένο μπράτσο της.  

Πιο πέρα απ’ το κορίτσι και τον άλλο ακούγεται το αγκομαχητό μιας ηλικιωμένης γυναίκας και η φωνή κάποιου γέρου που της φωνάζει να σωπάσει.  

Νιώθοντας τα βλέφαρα του να βαραίνουν πλαγιάζει κι ο πατέρας, γυρισμένος στην κόρη του, ελπίζοντας σύντομα να πάρει ο ύπνος και τον μουγκό, εξαντλημένος καθώς θα ’ναι από το κλάμα του. Όταν νωρίτερα τον είχε ρωτήσει πώς έχασε τη φωνή του, κατάλαβε ότι είχε χάσει και την ακοή. Σίγουρα όμως κάτι θα έπιασαν οι άλλες του οι αισθήσεις – κάποια δόνηση, μπορεί ακόμα και το χνώτο του πατέρα που τον παρηγορούσε, οπότε άρχισε να κλαίει γοερά βγάζοντας μέσα απ’ το λαρύγγι του αλλόκοτες, σπαρακτικές κραυγές.

Οι μόνοι που δεν έχουν χάσει κάποιον στους βομβαρδισμούς ή στο ναυάγιο του φουσκωτού, είναι αυτοί που χάθηκαν πρώτοι.  Ο πατέρας του πατέρα έχει θαφτεί στα ερείπια της πόλης, η γυναίκα κι ο μικρός του γιος στο βυθό. Το κορίτσι έχει πάψει να κλαίει. Μέσα της θα πιστεύει πως η μάνα κι ο μικρός της αδερφός έχουν σωθεί. 

Ο πατέρας προσπαθεί να ανατρέξει το χρόνο, την πορεία τους από νύχτα σε νύχτα, από βροχή σε βροχή, να ανατρέξει τα κενά που έχει αφήσει ο φόβος στο μυαλό του, πότε σφαλίζοντας τα μάτια στα ξεβρασμένα πτώματα, πότε βουλώνοντας τα αυτιά στων ζωντανών τις φωνές. Από που είχαν ξεκινήσει και πότε ακριβώς με αυτό το τσούρμο των ξεριζωμένων; Τί συντρίμμια σκαρφάλωσαν κι άφησαν κάτω απ’ τα  χαλάσματα τον άρρωστο παππού, κάτω απ’ τα κύματα τη νέα γυναίκα και το γιο του; Και για πού είχανε ξεκινήσει ελπίζοντας στο όνομα του Θεού να βρούνε καλύτερα; 

Όμως η δεύτερη του περιπλάνηση στα πνιγμένα από βλάστηση μονοπάτια της μνήμης χωρίς ούτε ένα σταυροδρόμι στον ορίζοντα, δεν είναι λιγότερο εξαντλητική απ’ την πορεία τους την ίδια που τώρα αγωνίζεται να χαρτογραφήσει στο νου του, φοβούμενος πως και  τα ίχνη τους έχουν σβηστεί. 

Νιώθει να λυγίζει σαν βέργα από μολύβι κοντά στη φωτιά και κάτι πάει να σκιρτήσει στο στήθος του ή πιο βαθιά στην καρδιά, εκεί που κι η αγάπη για τη δουλειά βρίσκει στέγη – σιδεράς; Φαναρτζής; Με πυρωμένο κολλητήρι, καλάι και μολύβι συγκολλούσε ποτιστήρια, κουβάδες, κάθε λογής τενεκεδένια σκεύη. Όμως με τί εργαλεία και τί υλικά θα μπορούσε τώρα να αρμολογήσει τα συντρίμμια του σπιτιού, του σπιτικού του, να φέρει πίσω – πίσω πού; στην ξενιτιά; – τους  χαμένους.

Αγωνίζεται να μην κοιμηθεί πριν πάρει ο ύπνος τον μουγκό, αλλά θα είχε γλαρώσει μερικά λεπτά, γιατί έξαφνα πετάγεται, ακούγοντας την κόρη του να μουρμουρίζει κάτι και την ίδια στιγμή το χέρι του άλλου να κινείται από κει που το είχε. Θα πλάγιασε κι εκείνος, σκέφτεται ο πατέρας, αλλά από το ρυθμό της ανάσας του καταλαβαίνει ότι δεν τον έχει πάρει ο ύπνος. 

Όσο κι αν ο πατέρας παλεύει να μείνει άγρυπνος, ο αγώνας του, φοβάται, είναι μάταιος. Σκέφτεται να παραχωρήσει τη θέση του στη μικρή, παίρνοντας τη δική της, όμως από την άλλη του πλευρά κοιμάται αγκαλιασμένο ένα νέο ζευγάρι και δεν του φαίνεται σωστό για ένα ανήλικο κορίτσι να πλαγιάζει δίπλα τους. 
   
Σκέψεις περνάνε απ’ το μυαλό του στην τυραννία της νύστας. Νιώθει να σβήνει και είτε το ονειρεύεται είτε όχι, ακούγοντας ακόμα μια φορά το κορίτσι να μουρμουρίζει στον ύπνο της κάτι σαν διαμαρτυρία, απλώνει το ελεύθερο χέρι του αλλά ανατριχιάζει όταν συναντά το χέρι του μουγκού. Τι γίνεται εδώ; Χαϊδεύει τα μαλλιά της πιστεύοντας μέσα στον ύπνο του πως είναι το δικό του παιδί; Ή έχει απλώσει το χέρι του έτσι τυχαία; 

Ψαχουλεύει να βρει πόσο κοντά στη μικρή έχει συρθεί το κορμί του μουγκού, αλλά ησυχάζει διαπιστώνοντας ότι η απόσταση ανάμεσα τους δεν έχει λιγοστέψει. Κι έπειτα, όταν έσπρωξε το χέρι του άλλου, σα να τον άκουσε να κάνει εκείνο το χαρακτηριστικό ήχο του ενοχλημένου στον ύπνο του και κάπως ησυχάζει πως είναι εντάξει ο άνθρωπος.  

Δεν αντέχει. Ανασηκώνεται, αλλά σύντομα καταρρέει στο ίδιο παγωμένο πλευρό. Για να μην αποκοιμηθεί πιέζει τους δείκτες των χεριών κάτω απ’ τα αυτιά του ώστε ο πόνος να παρατείνει την εγρήγορση του. Αλίμονο, εκεί που νομίζει πως ελέγχει τα πράγματα, ακούει τα αναφιλητά του μουγκού και ξυπνάει. Και τώρα είναι η μικρή που πλησιάζει ακόμα λίγο προς το μέρος του, ίσως για να απομακρυνθεί από τον άλλο κι ο πατέρας προσπαθεί να της κάνει χώρο σπρώχνοντας το αγκαλιασμένο ζευγάρι. 

Ανασηκώνεται με δυσκολία, γλιστράει στα πισινά του και σβήνει, το αποστεωμένο του κορμί ξαναπέφτει στο έδαφος. Και την επόμενη στιγμή ακούει το σπαρακτικό κλάμα και τεντώνει το χέρι να παρηγορήσει τον άνθρωπο, αλλά και πάλι πιάνει το μπράτσο του μουγκού, ετούτη τη φορά να είναι περασμένο στη μέση της κόρης του αγκαλιάζοντας την, σφίγγοντας την επάνω του, μυρίζοντας την, σπαρταρώντας, βρέχοντας το λαιμό της με δάκρυα. 

Η μικρή κοιμάται σαν να μην αισθάνεται τίποτα, σκέφτεται ο πατέρας, και ταραγμένος προσπαθεί να ανοίξει τα μάτια του αλλά δε μπορεί. Σπρώχνει το χώμα με τα χέρια για να σηκωθεί, το κορμί του είναι μολύβι ασήκωτο. Αγωνίζεται να ανοίξει το στόμα του να μιλήσει στο κορίτσι, δεν έχει φωνή, δεν έχει καν στόμα. Και το χέρι του όταν πάει να την ταρακουνήσει είναι παράλυτο. 

Θα είναι ακόμα οι τόσες του μηνός κι ακόμη αργά, λίγο πιο πάνω από το μεσιανό διάζωμα της νύχτας όταν, μπορεί από διαίσθηση, το δωδεκάχρονο κορίτσι αναριγεί, σαλεύει, ανασηκώνει το κεφάλι και για μια στιγμή μένει έτσι ακίνητη σαν να πασχίζει να διακρίνει τον πατέρα, και του κάνει Σσσς, σσσς – για να ησυχάσει πάλι, ξεκουράζοντας το κεφάλι στο μπράτσο της.  

Στρατής Χαβιαράς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου