27.10.16

«Θου» (διήγημα του Στρατή Χαβιαρά)


Εν αρχή ην ο πόνος. Nα αρθρώσει κανείς την κραυγή,  να βγει λόγος.

Πράξη πρώτη, η Θου αγωνίζεται, πλάθει λάθη.

Πράξη δεύτερη, πασχίζει να στήσει κάτι, να του φυσήξει πνοή, να το αναστήσει.

Πασχίζει. Πάσχει. Η Θου δεν ξέρει πώς να το κάνει να στέκεται όρθιο. Της χαλάει, της πέφτει. Εδώ μισόγιομο, εκεί χωλό. Το στήνει από τη μια, σωριάζεται απ’ την άλλη. Το πλέκει ως το λαιμό, της ξηλώνει στη μέση. Το γεμίζει μπροστά, της αδειάζει από πίσω. Το Χρηστάκη μου, βρίζει.

Σκίζει ρούχα, δοκιμάζει υλικά, πλάθει χέρια, πλάθει πόδια ψαχνά και κλειδώσεις, πλάθει λάθη.

Μαρκέλα! Μιμείται  τη μάνα της. Πλύνε τα χέριασ’ κι έλα δες αν είμαι ακόμα δώθε. Μα δεν υπάρχεις δεν υπάρχεις εσύ, απαντάει, δεν υπάρχεις.

Πιάνει λάθη, ο πηλός δε λέει να στρώσει, λιπόσαρκα χέρια μεταφέρουν στο πλάσμα κουσούρια με φτερά σαν τα δικά της. Στον καθρέφτη του τοίχου κλέβει ματιά απ’ το άγριο μασκαριλίκι της και κρύβει με λάσπη στο χέρι το πρόσωπο.

Έλα ’δω εσύ, μιλάει στο πλάσμα και το γδύνει, καθαρίζει τα σύρματα του σκελετού, ψάχνει πένσα. Το χέρι της ρευματικό πιάνει ακόμα. Με μικρότερα κομμάτια από σύρμα συνδέει και σφίγγει κλειδώσεις. Είναι πολλές. Πού θα μου πάει, λέει.

Η Θου κουτσαίνει ως την πίσω αυλή, ποια αυλή, χωματερή, τσακίζει με τα δόντια της σπόρους. Με το μάτι ζυγίζει σκαφίδι αφημένο απίστομα. Η ζυγαριά γέρνει αλλού: γαβάθα από λεπτό βαθουλωμένο αλουμίνιο. Την ξεπλένει. Τρεις χούφτες χώμα. Μισή άχυρο. Χύνει νερό, ζυμώνει. Στο σουρωμένο στόμα της σάλια και βόγγοι ασύμφωνοι, τσόφλια από σπόρους. Ζυμώνει το χαρμάνι, με την ποδιά της το σκεπάζει να ανέβει.

Μαρκέλα, ποιος κάποιος κρούει τη θύρα μας; Μπα, ο αέρας θα ’ναι, ο πιο κάποιος κανένας μας, απαντά η Θου.

Σκουπίζει τις παλάμες στο στήθος της, ψάχνεται, πού βυζιά. Βάζει την ίδια βρώμικη ποδιά, γεμίζει τα κενά, ντύνει τα σύρματα.

Μυρίζει το σκοτάδι ένα γύρο της, οσφραίνεται σύγχυση. Κάτι της λέει το πλάσμα θα σκοντάψει πριν καν σταθεί κι ας δουλεύουνε καλύτερα οι κλειδώσεις. Τραβάει τα μαλλιά της να τα ισιώσει, βάζει λάσπη, δεν ισιώνουν με τίποτα, το Χρηστάκη μου, φτύνει.

Ποιο Χρηστάκη μωρή, με τη φωνή της μάνας, το σ’χωρεμένο;

Η Θου κάνει έτσι να ξύσει ένα μαμούνι απ’ το πηγούνι, τα μάγουλα της λασπωμένα γεμάτα λειχήνες και το χέρι ακόμα γεμάτο πηλό στον αέρα μετέωρο. Να το περάσει ή να μην στα κωλομέρια ανάμεσα, να του πλάσει κι ένα πέος, δυο τρεις όρχεις. Το πλάσμα στο χέρι της ψόφιος κοριός, τα τρωτά του εκλιπαρούν ενορχήστρωση.

Αν επιμείνει κι άλλο θα λυγίσει το σύρμα στα όργανα, το πυρίτιο του πηλού θα αντιδράσει χημικά στη συνοχή του αργίλιου, θα λιγοστέψει η πλαστικότητα του. Και η ανάφλεξη του πυριτίου θα τινάξει ακόμα και τη φαγούρα των χεριών της στο ταβάνι – ποιο ταβάνι, αυλακωτές λαμαρίνες.

Ο νους της Θου τρέχει πιο γρήγορα απ’ τα πόδια της που εδώ είναι χέρια. Η κίνηση με γνώμονα το μάτι περνάει στο πλάσμα της αναλογίες υφής και το πλάσμα λίγο – λίγο αρχίζει να γίνεται πράγμα, να θυμίζει ανθρωπάκι. Πλην όμως το πυρίτιο στον πηλό προσβάλει το λαιμό του σαν ίωση και το σύρμα αγκυλώνει χέρια πόδια και μέση το ίδιο δυσκίνητα. Της ανεβαίνει το αίμα να βροντήξει το πράγμα στον τόπο του – χους ει και εις χουν. Το Χρηστάκη μου, βρίζει, τα τσόφλια στο στόμα της διπλάσια απ’ τους σπόρους που τρώει. Μάνα δεν ημπορώ.

Μαρκέλα! – σαν τη μάνα της. Βογκάει, βγαίνει στην αυλή με τους σπασμένους τσιμεντόλιθους και τις σαμπρέλες για μάντρα, ψάχνει να στρίψει τσιγάρο, πού καπνός. Ξαναπιάνει δουλειά. Γδύνει το σύρμα το ξεπλένει και παίζει με τα δάχτυλα ένα ποδοβολητό ώσπου να της στεγνώσει. Πιάνει πένσα, χαλαρώνει μια – μια τις κλειδώσεις. Φτιάχνει καινούργιο μείγμα από ένυδρο πυριτικό αργίλιο (Al2O3.2SiO3.2H2O), ρίχνει ίνες φυτικές για ενίσχυση.

Άντε πάλι να γεμίσει τα κενά στα συρμάτινα πλαίσια, να σκεπάσει και το σύρμα το ίδιο, να στρώσει επιφάνειες. Το ανθρωπάκι μικρό όχι μόνο σε κλίμακα αποκτά μάζα κι αναλογίες: κεφάλι κορμί χέρια πόδια αρμονικά, διαστάσεις εφήβου. Και αμέσως η Θου σκέφτεται α, ένα όνομα. Όμως όσο αυθόρμητα της έρχεται τόσο βίαια το βγάζει απ’ το μυαλό της – ακόμα δε γεννήθηκε, John. Το αφήνει στην πέτρα να στεγνώσει, εκείνο γέρνει, διπλώνεται, σπάζει. Μάνα γιατί με.

Εσένα δε σε γέννησα! Με έχεσες, λέει η Θου.

Πιάνει πένσα ξανά προτιμά την τανάλια. Κόβει σύρματα, πλέκει σταυρούς, σφίγγει συνδέσεις, ο πηλός στο μεταξύ έχει πήξει. Από το πρώτο κιόλας χέρι το χαρμάνι χρειάζεται αραίωμα. Στο μεταξύ το ανθρωπάκι στεγνώνει κι αυτό, η νέα επίστρωση δένει καλύτερα. Κάτι πάει να γίνει. Στα συρμάτινα μαλλιά του βάζει λάσπη, τα ισιώνει, θέλει πολύ να της μοιάζει. Το χαϊδεύει, το αφήνει στην πέτρα. Της έρχεται έμπνευση να μπήξει καρφίτσα στο στήθος του και μέσα απ’ την καρδιά της περνάει σουβλιά και ουρλιάζει. Πουτάνας γιε, φωνάζει.

Μαρκέλα! – η μάνα. Άντε πηδήξου, η Θου. Το μωρό μου τσιρίζει. Δώσ’ του βυζί. Πού να το βρω. Βαλ’ το στο λίκνο κούνα το. Ποιο λίκνο; Το κουνάω, δε λέει να ξεραθεί. Βαλ’ το στο φούρνο να ψηθεί. Και ας το να φύγει.

Η Θου σηκώνει το ανθρωπάκι της, το κανακεύει, ψάχνεται για βυζί. Μάνα, μου βγήκε αόμματο, έχει θυμό, με βαράει στα μούτρα. Ε, βάρα το κι εσύ. Δεν ανασαίνει, μπλάβιασε, λες να ’ρθε η ώρα του; Βάφτισε το πριν πάει αποκεί που ’ρθε, οι παπάδες θα το στείλουν αδιάβαστο. Τι να το βγάλω, Κωνσταντίνο; Ιωάννη; Μιχαήλ; Ευστράτιο; Οι κακοί μας οι καιροί ξαναφέρνουνε στη μόδα το Κώστα και το Γιάννη το Μιχάλη το Γιώργη. Βγαλ’ το Στρατή, ποιος ξέρει. Και λες να μάθει να γράφει; Σου είπα, ποιος ξέρει. Κι αν δε μάθει; Πόσοι διαβάζουνε σήμερα; Μη χολοσκάς, το σήμερα είναι νύχτα. Εγώ σου λέω αμόλα το. Αμόλα το κι ας φύγει.

Να το βγάλω Quintus, ειν’ η πέμπτη μου προσπάθεια για αγόρι – λάθος; Quintus Curtius Rufus. Ή Septimus, το τελευταίο απ’ τα εφτά κοιμισμένα παιδιά, εκειό που ξενυχτάει. Ακόμα δε γεννήθηκε, Septimus. Αμάν αυτή η ξενομανία, έλεος πια. Μάνα κι εσύ Ρωμιά. Εγώ Ρωμιά, εσύ Ρωμά, το μπάσταρδο Κινέζος.

Να το βγάλω Γιώργο Μάλαμα, μήνα και καζαντίσει; Και δεν το βγάνεις Παρασκευά; Κυριάκο Κυριακάτικο κι ας είναι της Δευτέρας; Ή να το βγάλω στο βουνό και να το βγάλω Άρη; Νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το – ας το μωρέ νυχτιάτικα, καλύτερα να φύγει, μήνα το φάνε οι δικοί μήνα και το σκοτάδι.

Μα είναι κουτσό. Μα είναι τυφλό. Είναι άλογο, παράλογο, ελαττωματικό – δεν ξέρω να το φτιάξω καλύτερο.

Γι’ αυτό σου λέω. Τι μου λες. Σου λέω ας το να φύγει.

Κοίτα το μάνα, κοίτα το. Αμ’ έπος, αμ’ έπος. Πότε έμαθε να περιπατεί, να τρέχει σα δραπέτης! Στοχεύει στο παράθυρο κι είναι μπροστά στην πόρτα. Λες να λακίσει το άτιμο – κούτσα την κούτσα Λούης;

Την πόρτα, την εξώπορτα, μπορεί να την ανοίξει;

Πήγε να δει ποιος έρχεται, μην έρχεται ένας κάποιος – όχι δε έρχεται ένας ποιος ούτε κάποιος κανένας.

Την πόρτα την ανοίγει; Πες. Αν θέλεις να κρατήσεις το, ας το σου λέω να φύγει.

Στρατής Χαβιαράς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου