23.8.16

Η Θεομάνα μας γιορτάζει...


«Στην όμορφη και γαλήνια ακρογιαλιά του Αργολικού κόλπου, πλάι στα γάργαρα νερά του Ερασίνου ποταμού και στην απέραντη περιβολίσια πρασινάδα του κάμπου, πριν πέντε σχεδόν χρόνια, εκτίσθη ο ωραίος πράγματι προσφυγικός συνοικισμός μας με την τελευταίαν λέξιν της ρυμοτομίας.

Οι φιλότιμοι κάτοικοι της Νέας Κίου κατέβαλαν πάσαν προσπάθειαν, αγωνισθέντες τον αγροτικόν σκληρόν και επίμοχθον αγώνα και εν τέλει ενίκησαν. Ενώ άλλοτε ο βάλτος εκείνος, έρημος και τελματώδης, έτρεφε αγριόπαπιες και κουνούπια, σήμερα έγινε κέντρον παραθερισμού και λουτρόπολις με τις άφθαστες φυσικές καλλονές του και την ωραίαν ακροθαλασσιά του.
Οι κάτοικοι της κωμοπόλεώς μας, Κίοι επί το πλείστον, εφιλοδόξησαν να αναδημιουργήσουν μίαν γωνίαν της παλαιάς πατρίδος των και το επέτυχαν.
Ως συμπλήρωμα της εστίας των έπρεπε να μετακομίσουν και τους εφεστίους θεούς των. Και αυτό επραγματοποιήθη χθες: Μετεφέρθη η θαυματουργός εικών της Θεομήτορος, η διασωθείσα από την παλαιάν Κίον, και ούτω οι Κίοι αποκτούν προστάτρια της κωμοπόλεώς των και έχουν εν ενθύμιον της παλαιάς αίγλης των.»


Δεκέμβριος 1933
Ο Πρόεδρος της Κοινότητας Νέας Κίου
Π. ΠΑΠΠΙΑΣ 

(Από το έργο «Κιανά» του Ευρυσθένη Λασκαρίδη)


ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΘΕΟΜΑΝΑΣ


Απειρόγαμε Νύμφη και Αειπάρθενε, η της Εύας την λύπην χαροποιήσασα, Οδηγήτρια Αγνή ανευφημούμεν Σε, ότι εν Σοι ο δυνατός ο Υιός Σου και Θεός ημών, την μήτραν Σου ενοικήσας, η υδόκησε σαρκωθήναι, ίνα εκ της κατάρας σώση το γένος ημών.



Μόλις ο προσκυνητής περάσει την πόρτα του καλλιμάρμαρου Ναού της «Θεομάνας – Οδηγήτριας», στη Νέα Κίο, θα αντικρίσει στο προσκυνητάρι την γλυκύτατη μορφή της βρεφοκρατούσας Παναγίας. Η εικόνα αυτή έχει μια ιστορία γεμάτη από δραματικές περιπέτειες. Η γνήσια βυζαντινή της τεχνοτροπία δείχνει πως είναι πολύ αρχαία. Φαίνεται έργο βυζαντινού ζωγράφου που έβαλε όλη την τέχνη του και την ευλαβική του αγάπη για να εικονίσει την Μάνα του Θεού με το Θείο Βρέφος στην αγκάλη.

Ο Πάλαι ποτέ Σωφρόνιος Μητροπολίτης της Μητροπόλεως Νικαίας, της οποίας έδρα ήταν η Κίος, υποστήριζε ότι η πανάρχαια Εικόνα είναι μια από τις τρεις Οδηγήτριες, που αγιογράφησε ο Απόστολος Λουκάς. Κάποια παράδοση αναφέρει ότι ένας καλόγερος με το όνομα «Νικαεύς», την μετέφερε κατά το 1262 από την Πόλη στην Κίο, δηλαδή ένα χρόνο μετά την απελευθέρωση της Πόλης από τον ζυγό των Φράγκων σταυροφόρων. Και την εναπόθεσε σε Ναό άξιο να την δεχθεί. Η ίδια παράδοση μας διηγείται ότι, όταν αργότερα κάηκε ο Ναός, η εικόνα της Θεομάνας βρέθηκε κάτω από τα ερείπια και τα αποκαΐδια ανέγγιχτη, χωρίς να χάσει τίποτα από την υπερούσια χάρη της. Πιθανότατα η πυρκαγιά που αναφέρει η παράδοση να έγινε γύρω στα 1336, όταν οι Τούρκοι, ύστερα από ηρωική  αντίσταση των κατοίκων, κατέλαβαν την Κίο.

Και έκτοτε, από το ταπεινό παρεκκλήσι όπου αγιάσθηκε προσωρινά, συμμερίσθηκε όλα τα δεινά του χειμαζομένου Έθνους, το άσβηστο καντήλι Της στάθηκε φάρος ελπίδας και παρηγοριάς στο σκοτάδι της μακραίωνης δουλείας εωσότου έφθασε η ώρα. Και ακούσθηκαν τότε αλαλαγμοί χαράς και το σήμαντρο του παρεκκλησιού της Θεομάνας σήμανε χαρμόσυνα για να χαιρετίσει τη γαλανόλευκη που κυμάτιζε στην αγαπημένη Κίο.

Αλλά η χαρά έσβησε γρήγορα σαν αστραπή. Και η Θεομάνα, που η ζωή της φαίνεται συνυφασμένη με τις περιπέτειες της πολυβασανισμένης φυλής μας, πήρε το δρόμο της προσφυγιάς. Και όταν το όραμα της ελευθερίας χάθηκε και οι άγριες χορδές κατέβαιναν από τα βουνά της Κίου μελετώντας σφαγές και διώξεις, μια ευσεβής γυναίκα του λαού που αξίζει να μνημονευθεί το όνομά της, η Μάλαμα  η Μαυρουδή, κατόρθωσε  μέσα στις φτωχικές αποσκευές της, κοινή μητέρα αυτή, να Την κρύψει και να Την φυγαδεύσει στην Πόλη τη Μητέρα του Θεανθρώπου. Από εκεί ακολουθώντας το ρεύμα της Προσφυγιάς, βρέθηκε η Θεομάνα στα ελεύθερα ελληνικά χώματα και αραξοβόλησε στην Καβάλα. Ακολούθησε πάλι μια σειρά περιπληνήσεων, κατά τις οποίες η Κεχαριτωμήνη έχασε την αργυρόχρυση στολή Της, χωρίς όμως να χάσει τίποτε απ’ το παρήγορο χαμόγελο και τη θεϊκή Της Χάρη.

Όταν επί τέλους και οι Κιώτες της διασποράς έριξαν άγκυρα στη φιλόξενη παραλία του Αργολικού, στη γειτονιά της πανάρχαιας πόλης του Άργους, η πρώτη τους σκέψη ήταν να καλέσουν κοντά τους την άστεγη Μάνα, την αγαπημένη τους Παναγία. Από την Θεσσαλονίκη, όπου είχε προσωρινά καταφύγει. Την παρέλαβε μια επιτροπή ευσεβών τέκνων της Κίου και Την συνόδευσε στο ταξίδι Της προς την νέα Της Πατρίδα.

Όταν στην Νέα Κίο έφθασε το άγγελμα «η Θεομάνα έρχεται»! Άνδρες, γυναίκες με τα βρέφη στην αγκαλιά, παιδιά, γριούλες ντυμένες τα γιορτινά τους, με τον Ιερέα Τους Αρχιμανδρίτη Νίκανδρο Πινάτση, επικεφαλής φέροντα τα χρυσά του τα Άμφια, με τα εξαπτέρυγα και τους ψάλτες έσπευσαν στο Σταθμό του Άργους να Την υποδεχθούν, ακολουθούμενοι υπό πλήθος ευσεβών Αργείων. Και την υποδέχθηκαν γονατιστοί με δάκρυα στα μάτια ψάλλοντας: «Χαίρε η Κεχαριτωμένη η των απελπισμένων ελπίς και των πολεμουμένων βοήθεια!»


Σήμερα η Μάνα των προσφύγων στεγάζεται, επιτέλους, στο Σέβασμα που Της αρμόζει. Η θερμή ευσέβεια και η φιλοστοργία εκλεκτού Τέκνου της Κίου, του Αποστόλου Κιουζέ Πεζά, που βρήκε στο πρόσωπο του αρχιτέκτονα Στεργιόπουλου τον αντάξιο ερμηνευτή της ανήγειρε καλλιμάρμαρο Ναό στην μνήμη της Μακαρίτισσας μητέρας του. Τον εστόλισε με όλα τα αναθήματα της ευλάβειας, και σε μια συγκινητική ιεροτελεστία, που ζωντάνεψε την ανάμνηση αναλόγων τελετών της Χαμένης Πατρίδας, ο Μητροπολίτης Αργολίδος Χρυσόστομος Α’ Την εγκατέστησε πανηγυρικά στην οριστική Κατοικία Της, μέσα στην χαρά και τον ενθουσιασμό  των απανταχού Κιωτών που συνέρρευσαν στα εγκαίνια Της και εξακολουθούν να συρρέουν στην Χάρη Της.




Η Θεομάνα τση Κιος

                                                                       Στους όπου γης Κιώτες

(άρθρο του Θοδωρή Κοντάρα που δημοσιεύθηκε σε εφημερίδα της Νέας Κίου Αργολίδας, το Σεπτέμβρη του 2001 και συμπληρώθηκε στις 31 Ιουλίου 2015)

   Ντην είδιες, μάτια μου, τση Κιος ντην όμορφη Παναγιά; Ντήνε προσκύνησες ντη Θεομάνα μας; Η τεράστια βυζαντινή εικόνα της, σωσμένη από την Κιώτισσα Μάλαμα Μαυρουδή, αφού τριγύρναε για χρόνια στην Ελλάδα, από το 1934 βρίσκεται πια «καρφωμένη» για πάντα στη νέα ντης πατρίδα, ντην αργολική Κιο, μέσα στην όμορφη εκκλησιά που τση χάρισε ο καραβοκερός Απόστολος Κιουζές - Πεζάς.
   Πολλές φορές αξιώθηκα και ντην είδια και τσ’ άναψα ένα κεράκι. Πάντοτες με κοίταε με κείνα τα πελώρια βυζαντινά μάτια ντης κι ήντανε το πρόσωπό ντης λιμάνι άφατης γαλήνης, παρηγοριά και σκέπη γούλου του ντουνιά!
   Μα συλλογιέμαι κείνη ντην πρωτινή ταπεινή εκκλησίτσα της, στην παλιά βιθυνική Κιο, τότε που γιόμιζε προσκυνητάδες όχι μονάχα απέ ντην Ελληνίδα θαλασσούπολη του Μαρμαρά, μα κι απέ γούλα τα τριγυρινά μέρη, κοντινά και μακρινά, απέ ντη Νίκαια, ντη Λεύκη, το Βεζίρχάνι και τα Κιουπλιά, απέ το Κουρί, το Κατερλί, το Αρμουτλί και το Τσινάρι, απέ ντην Πόλη, ντην Αρετσού, τση Γιάλοβας τα ρωμιοχώρια και ντη Νικομήδεια, απέ τα Μουντανιά, ντη Συγή, την Τρίγλια και ντην Προύσα, απέ το Σουσουρλούκι, το Ντεμιρντέσι, το Πελλαδάρι και τσι Λιγουμούς.
   Συλλοΐζομαι τα πόσα πέρασε μέσα σε τόσοι χρόνοι, σε ζαμάνια κακά και σε κοσμοχαλασές απανωτές, απέ ντον δωδέκατο αιώνα που ανεστορήθηκε η όμορφη ζουγραφιά ντης. Τι κατατρεγμοί, τι πόλεμοι, σφα’ές, σεισμοί και διωγμοί, τι φόβοι και τι τρόμοι! Κι αυτή εκεί, στήριγμα και σκέπη τση κιώτικης Ρωμιοσύνης, σε πείσμα των καιρών και των άγριων αθρώπων. Κι όταν ηκάηκε η παμπάλαιη βυζαντινή εκκλησιά τσης σε κείνη ντη μεγάλη φωτιά τση Κιος, το 1856, σαν από θάμα ησώθηκε μονάχα αυτή! Χέρια ευλαβικά την αποθέσανε σε ταπεινό παρεκκλήσι, ώσπου να’ ρτει η ώρα να ξαναγενεί και πάλι η μεγάλη εκκλησιά τσης.
    Αναμετρώ τα θάματά ντης και μετρημό δεν έχουνε! Ο λοϊσμός μου τρέχει σε κείνα τα χρόνια τα παλιά. Βλέπω κιόλας τσι Κιώτες ψαράδες, τα γεμιτζάκια, τσι γριπαροί και τσι καραβοκεροί να ντήνε περικαλάνε για το καλό ταξίδι στα μπουγάζια τση Άσπρης και τση Μαύρης Θάλασσας και για τ’ ασημένια μπερεκέτια τση ψαροθρόφας θάλασσας του Μαρμαρά. Κι η χήρα, ο γέροντας, τ’ αρφανό, τ’ αρρώστου η μάνα, η κάθε Κιώτισσα μάνα καταφεύγει στη Μάνα του Θεού, που γροικά τσι μανάδες του κόσμου αλάκερου κι είναι το ποκούμπι τους, το γιαρτίμι κι η παρηγόρια τους.
Καλέ γλυκιά μου Παναγιά, που ‘σαι πολύ κοντά μου,
βοήθα τα παιδάκια μας, να χαίρετ’ η καρδιά μου.

   Θαρρώ πως τώρα δα αρχοντοπούλες και φτωχές νοικοκεράδες ζητήσαν τη βοήθεια και ντη συνδρομή τση Θεομάνας, για να δέσει ο κουκουλόσπορος, να βγουν τα μαμούνια, να γενούν οκάδες τα κουκούλια και τα μετάξια, να γιομώσουν μπερεκέτι τα σπίτια και τα μποτζεκλίκια τση Κιος.
   Να κι η αγροτιά, τσεφτσήδες, ξωμάχοι και ρεντζιπέρηδες, λαδάδες, μπαγτζήδες, κεχαγιάδες και κρασοπουλητάδες που πλαούνε στη Θεομάνα, για να θεριέψουν τα λογιού λογιού μαξούλια και να γενεί μπόλικο και βλοημένο του κοσμάκη το έχει. Σιναφλήδες, παζαρίτες, θαλασσινοί κι εμπόροι μπαινοβγαίνουν στο ταπεινό κιώτικο κλησιδάκι και τάζουνε πολλά, για να πάνε καλά οι δουλειές και ν’ αβγαταίνουν οι λίρες στα κεμέρια τους.
   Ακόμα κι οι Τούρκοι ντήνε τιμούσανε ντη Θεομάνα μας, φέρνοντας με τσι ντενεκέδες κερί και λάδι, μαλαματοπλούμιστα ολομέταξα κεντίδια, παράδες πολλοί, κουρμπάνια και φαγιά, να φάει γούλο το παναΰρι, για ν’ αξιωθούνε κι αυτοί μια στάλα απέ ντη Χάρη της, για να ‘χουνε γεροσύνη και γλυτωμό απέ τα βάσανα και τα κασαβέτια τση ζήσης. 
   Μα το μεγαλύτερο θάμα τσης είναι που ηγλύτωσε ατή τσης η ίδια μέσα απέ κείνο ντο χαλασμό και ντην απολωλάδα του ’22 κι ήρτε στην Ελλάδα, διωγμένη και κυνηγημένη απέ ντον τόπο ντης, όπως τόσες και τόσες προσφυγοπούλες Παναγιές, Μικρασιάτισσες και Θρακιώτισσες. Άραξε για πάντα στ’ αργίτικο περιθαλάσσι, για να ‘ναι μαζί με τσι δικοί ντης αθρώποι, με τα βασανισμένα προσφυγάκια ντης, κοντά στα παιδιά και στ’ αγγόνια τους, βοηθός, προστάτισσα και συντρέχτρα, ελπίς και καταφυγή του ανθρώπου στους αιώνες των αιώνων. Αμήν. +


Πρωταυγουστιά του 2015
Θοδωρής Κοντάρας

φιλόλογος


Φωτογραφίες από τον εορτασμό της Θεομάνας : 











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου