11.9.16

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ του Στρατή Χαβιαρά


Στην πεζούλα κάτω απ’ το πλατάνι, αξύριστα σαγόνια ακουμπισμένα στα μπαστούνια, τα μπαστούνια στις πέτρες: πέντε έξι αμίλητα γερόντια βυθισμένα στα χρόνια τους. 

Ήταν αυτό τον περασμένο Αύγουστο έξω απ’ το σπίτι με την ξέθωριασμένη επιγραφή Καφενείον αντίκρυ στο πλατάνι. Στα σκαλιά αγόρι κουρεμένο με την ψιλή, παντελονάκι κοντό με τιράντες, πέδιλα σκονισμένα, κρατάει μικρό βιβλίο.

Απέναντι, στο παγκάκι της στάσης, γυναίκα στην ηλικία της μάνας του, διαβάζει. Κοντά καστανά μαλλιά, σκούρα μπλούζα, σκούρα φούστα, μαύρο καλσόν. Ρίχνει ματιά στο ρολόι της, διαβάζει με γυαλιά ηλίου. Το δικό της βιβλίο τετράπαχο. 

Το παιδί την κοιτάζει. Αν είναι συντοπίτισσα θα έλειπε χρόνια στην Αθήνα. Πες ότι γύρισε για κάποιο μνημόσυνο. Πλάι στα πόδια της Σαββατοκύριακος σάκος. Το παιδί την κοιτάζει. Τη γυροφέρνει με το βλέμμα του ώρα. Πάνω στο πλατάνι σπουργίτια, ώρα της δεύτερης και τελευταίας σύναξης της μέρας. 

Νιώθοντας το βλέμμα του, η γυναίκα σηκώνει το δικό της από το βιβλίο, τον πιάνει. Πώς σε λένε, του φωνάζει, η φωνή της φάλτσα σαν να μην είχε μιλήσει όλη μέρα.

Ορφέα.

Τίνος είσαι;

Το αγόρι σηκώνεται, πλησιάζει, διστάζει, χαμηλώνει το βλέμμα. Του Γιάννη του λαουτάρη, λέει, μόλις που ακούγεται.

Ένας σπουργίτης προσγειώνεται πλάι στη γυναίκα, της κάνει τσίου σαν να της ζητάει ηλιόσπορους. Τον διώχνει χαστουκίζοντας τον αέρα.

Η μαμά σου;

Νιώθει στο βλέμμα της σωματική έρευνα. Με το δικό του πιάνει κάτι που πάει να πάρει σχήμα στο στόμα της αλλά το χάνει. Τα χείλη της προσέχει είναι λεπτά και σκασμένα.

Η μά σου; Σαν ηχώ.

Συχωρεμένη.

Γιατί με κοιτάς έτσι; του λέει.

Ο μικρός σηκώνει τους ώμους. Το απογευματινό αεράκι του χαϊδεύει τα αυτιά.

Τα μάτια σου είναι κόκκινα, συνεχίζει η άλλη. Τόσο πολύ διαβάζεις;  

Αυθόρμητα ο μικρός τα σκουπίζει. Κοίταζα τα γόνατα σου... H φωνή του βραχνή μόλις που ακούγεται. Κοίταζα εκεί που οι κάλτσες τσιτώνουνε και μισοφαίνεται το δέρμα.

Η γυναίκα χαμηλώνει τα γυαλιά πάνω στη μύτη της, μετράει το μπόι του. Μπα; Μπορεί και να μην είναι κόκκινα απ’ το διάβασμα.  

Κοίταζα και πώς τα ακουμπάς το ένα με τ’ άλλο, λίγο αντικριστά και πώς τα τρίβεις το ένα με τ’ άλλο – τα γόνατα.

Κρυμμένη πάλι πίσω απ’ τα γυαλιά της η γυναίκα ανέκφραστη, αν και πάνω απ’ τα μαλλιά της φυσάει μια ιδέα, ανασηκώνοντας τα πιο γκρίζα.  

Έτσι παίζουνε μουσική τα τριζόνια όλη νύχτα, συνεχίζει ο μικρός. Τρίβουν τα γόνατα. 

Αυτό δεν το είχα ακούσει. Ποιος στο είπε;

Η συχωρεμένη. Έτσι διαλέγουνε οι τριζόνες τους μνηστήρες τους, μου είπε, με τη μουσική που παίζει ο κάθε αρσενικός στο φεγγάρι. Όταν μιανής της αρέσει η μουσική του, πάει κοντά του και τρίβουνε τα γόνατα τους μαζί – ώσπου να βγει ο ήλιος.

Ε, για να το είπε η συχωρεμένη κάτι θα ήξερε, κάνει η άλλη. Και ο μπαμπάς μουσικός.

Παίζει το λαούτο σε γάμους. Προχθές τα τριζόνια χαλάγανε τον κόσμο με τις μουσικές τους. Το βράδυ όμως έπεσε ψύχρα και ξυλιάσανε – πολύ πριν προκάνουνε να τα βρούνε μεταξύ τους, να ζευγαρώσουνε. 

Όλα τα ξέρεις.

Τα σπουργίτια ήρθανε μετά. Ήταν ένα τριζόνι που έπαιζε τόσο διαφορετικά, τόσο ωραία όλη νύχτα και δεν πήγαινε καμιά.  

Σιγά. Εσύ έχασες τη μάνα σου, για το τριζόνι κόφτεσαι; 

Το τριζόνι ήταν άνθρωπος, κατηγορηματικά και κομπιάζει. Κανένας άλλος δεν το κατάλαβε, ανεβάζει τη φωνή του.  Ούτε οι παππούδες, ούτε οι παπάδες, ούτε οι δάσκαλοι – και ξεσπάει σε κλάματα.

Για δες, ετούτο εδώ θα πλαντάξει, μουρμουρίζει η γυναίκα.

Ούτε εσύ καταλαβαίνεις, συνεχίζει εκείνος με αναφιλητά. Ούτε εσύ που τα τρίβεις και τα τρίβεις, και δεν έρχεται κανένας κοντά σου, της φωνάζει και σωπαίνει, σαν να τρομάζει με αυτό που ξεστόμισε. 

Το ίδιο και η άλλη. Άναυδη, κοιτάζει τα γόνατά της. Ακόμα και τα σπουργίτια παύουν να ακούγονται. Οι γέροι εκεί, στο βυθό τους. Όταν ακούγεται πάλι η γυναίκα, η φωνή της έχει αλλάξει: Όχι, μην το λες. Κάποτε ήρθε και σε μένα. Ήρθε. Με βρήκε. Αύγουστος ήταν; Σεπτέμβρης; Τριζόνα θα την έλεγες. Και όπως είπες, από κοντά έπεσε ψύχρα. Χειρότερα: Παγωνιά. Και η τριζόνα μου ξύλιασε. Πάει. Καλοκαίρι σου λέει ο άλλος, Αύγουστος.

Ποια τριζόνα; αλλάζει χρώμα κι η φωνή του παιδιού.

Αμίλητη, μοιάζει σκεφτική πίσω απ’ τα γυαλιά της. Και το αεράκι σηκώνει τα μαλλιά της μια ιδέα στις άκρες. Τι διαβάζεις εκεί; του λέει ξαφνικά, σαν να θυμήθηκε. 

Το αγόρι της δείχνει το βιβλίο: Η Μεταμόρφωση.    

Στα λεπτά, σκασμένα χείλη της μια μικρή σύσπαση: Του Σωτήρος; Και νεύοντας ισιώνει τη φούστα της, ρίχνει μια βιαστική ματιά στο ρολόι και του λέει, εμπιστευτικά, Να κάθεσαι φρόνιμα, ακούς;

Το αγόρι χαμηλώνει ακόμα μια φορά το βλέμμα του στα γόνατα της:  
Κι εσύ – μόλις που ακούγεται.
    

Στρατής Χαβιαράς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου